Τα καλοκαίρια που πέρασαν και τα ποτά που με κέρασαν ολα στα καταθέτω ειν'η ζωή μου μια άβυσσος ένας καινούργιος παράδεισος άδεια σου την διαθέτω
Ειν'η ζωή ένα θέατρο γεμάτο με καζανόβες όμως στη νέα παράσταση δεν έχω χρόνο για πρόβες
Και τις κομμένες μου γέφυρες με τα φιλιά που εσύ γεύτηκες φέρτα να παντρευτούνε τόσες πληγές που δεν έκλειναν οσες καρδιές με συνέτριβαν άστες να ξεχαστούνε
Ειν'η ζωή ένα θέατρο γεμάτο με καζανόβες όμως στη νέα παράσταση δεν έχω χρόνο για πρόβες
Σκαρφάλωσα με δύναμη σε κάβο σαπισμένο που ο άνεμος τον έκοψε, μας έβγαλε στα βράχια. Ένα πακέτο πέταξα σέρτικα στον πνιγμένο που παίζει ζάρια και χαρτιά και όλο χάνει τάχα.
Βρίζω που λες το χρόνο μου που είναι όλο καρτέρια, που σε μιαν ανεμόσκαλα σπατάλησα τα χρόνια. Η μια της άκρη στο κενό, η άλλη από τα ρέλια η μια της άκρη στο βυθό, η άλλη ως τα αστέρια.
Κραουνάκης στην πλατεία Δαβάκη - μόλις ... Ευαίσθητος κι ορμητικός σαν ποταμός! Μ' αυτό μας αποχαιρέτησε...
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης Πρώτη εκτέλεση: Δήμητρα Γαλάνη
Όσο κρατούσε η νύχτα μια νύχτα σαν κι αυτή σε κάποιας μάγισσας τα δίχτυα είχαμε όλοι ξεχαστεί Λιμάνι της Καλκούτας που φεύγει από μακριά η μοίρα κάθε Σταχτοπούτας να φεύγει δώδεκα παρά
Καληνύχτα μη φοβάσαι δε σε ξέχασε κανείς πάντα εσύ στο τέλος θα σαι η μεγάλη της σκηνής Καληνύχτα μη φοβάσαι έχει αστέρια ο ουρανός πάντα εσύ στο τέλος θα σαι ο από μηχανής θεός
Όσο κρατούσε η νύχτα μια νύχτα σαν κι αυτή μια θεατρίνα καληνύχτα γύρευε χρόνο να βαφτεί ρωτούσε ποιά τραγούδια μ' αρέσουν πιο πολύ κι αν θα της δίνανε λουλούδια για το φινάλε της να βγει
Ένα πολύ δυνατό κείμενο που έγραψε ο Χριστόφορος παραμονές εκλογών, αλλά θα διατηρεί για πολύ καιρό ακόμη την επικαιρότητά του!....
Είχε πια ξημερώσει για τα καλά. Φαινόταν ότι θα ήταν μια κλασσική
καλοκαιριάτικη μέρα του Ιουνίου με την ζέστη να πλησιάζει τους 38
βαθμούς, αργότερα κατά το μεσημέρι.
Για
τα δυο ζευγάρια Γερμανών τουριστών που απολάμβαναν τον καφέ που
μοιράζονταν από ένα μεγάλο θερμός, καθισμένοι σε ένα παγκάκι εκεί στην
πλατεία Συντάγματος, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά για την ώρα. Βέβαια ήταν παράξενο το ότι ενώ τα
καταστήματα και οι καφετέριες της πλατείας ήταν ανοιχτές, έμοιαζαν να μη
λειτουργούν, να μην έχουν προσωπικό και αφεντικό. Από ένα τέτοιο
κατάστημα, γέμισαν το θερμός τους με καφέ που έφτιαξαν μόνοι τους εκεί.
Εντάξει στην Ελλάδα ήτανε, όλα μπορούσαν να συμβούν!
Η πλατεία, οι δρόμοι τριγύρω, τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα από ανθρώπους
που πηγαινοέρχονταν άσκοπα. Στα πρόσωπά τους όμως μπορούσαν να
διακρίνουν μιά έκφραση που θύμιζε πεινασμένο ζώο. Άνδρες, γυναίκες και
παιδιά που τόσο νωρίς είχαν βγει στους δρόμους, έμοιαζαν να ψάχνουν κάτι
χάμω, ανάμεσα στις πλάκες της πλατείας, ή γύρω από τα δέντρα, κάτω από
τα παγκάκια.
Πολλά μωρά παρατημένα στα καροτσάκια τους ή ακόμη και χάμω έκλαιγαν γιατί ή πείναγαν ή αναζητούσαν τους γονείς τους.
«Μα τι συμβαίνει; Κάτι παράξενο πρέπει να συμβαίνει!» είπε η κατάξανθη Αννελίζε!
«Προσέξατε την έκφρασή τους; Πόσο διαφορετικοί είναι οι Αθηναίοι σήμερα;»
«Η κρίση!» είπε η Χέντα η μελαχρινή της παρέας.
Ο
Ντήτριχ ο νεότερος από όλους, πρόσεξε - και αυτό του έκανε εντύπωση-
ότι οι μεγάλες πύλες του κτιρίου της Βουλής των Ελλήνων εκεί απέναντι
ήταν ορθάνοιχτες και κόσμος μπαινόβγαινε ελεύθερα. «Μα είναι δυνατόν να μπαινοβγαίνει
τόσος κόσμος στην Βουλή έτσι ελεύθερα; Εντύπωση μου κάνει!
Μέχρι χθες το μέρος ήταν ζωσμένο από αστυνομικές δυνάμεις.»
Υπάρχει κι άλλος τρόπος για να σωθεί ένας τόπος... Αλλά μοιάζουμε να τον ξεχνάμε....
Στίχοι: Ευγένιος Δερμιτάσογλου
Μουσική: Ευγένιος Δερμιτάσογλου
Πρώτη εκτέλεση: Κατερίνα Σιάπαντα
Του έρωτα ο δόλος
κι όλου του κόσμου ο στόλος
εμένα πια δεν με χωρά
μου φτάνει η βάρκα του ψαρά
με πάει και με φέρνει
και τα μυαλά μου παίρνει
με ταξιδεύει στ' ανοιχτά
νέοι ορίζοντες ξανά.
Τα βράδια μου τα έρμα
εγώ τα 'χω διαλεγμένα
θέλει κομμάτι υπομονή
να περπατάς χωρίς ντροπή.
Πού 'σαι ρε μάγκα κι ό,τι λες
μου μοιάζουν να 'ναι υπερβολές,
κλείνω τ' αυτιά μου.
Πού 'σαι ρε μάγκα να μου πεις
ό,τι δεν έμαθε κανείς
στα όνειρά μου.
Πού 'σαι ρε μάγκα φίλε
και από πίσω σκύλε
τα λόγια σου τα ψεύτικα
βρε αρκετά τ' ανέχτηκα
που όλο βιτρίνα αλλάζεις
ξέρεις, δε με τρομάζεις,
που όλο τα ρούχα αλλιώς φοράς
να ξέρεις μάγκα, δε μετράς.
Υπάρχει κι άλλος τρόπος
για να σωθεί ένας τόπος
παράτα τις υπεκφυγές
και μη φοβάσαι τις ντροπές.
Πού 'σαι ρε μάγκα κι ό,τι λες
μου μοιάζουν να 'ναι υπερβολές,
κλείνω τ' αυτιά μου.
Πού 'σαι ρε μάγκα να μου πεις
ό,τι δεν έμαθε κανείς
στα όνειρά μου.
Υπάρχει κι άλλος τρόπος
είν' της καρδιάς ο δρόμος
περπάτησέ τον και θα δεις,
στο τέλος θα με θυμηθείς.
Πού 'σαι ρε μάγκα φουκαρά
δε βρήκες ποτέ σου έναν ψαρά
να ταξιδέψεις.
Η αρχαιοελληνική Ποίηση παντρεύεται τους πειραματισμούς της σύγχρονης μουσικής σε έναν δίσκο ορόσημο!...
Ποίηση: Σαππφώ
Μουσική: Άβατον
Ερμηνεία: Άβατον
"Ουκ εθέλω πλουτείν ουκ εθέλω πλουτείν,ουκ εύχομαι
αλλά μοι αλλά μοι είη αλλά μοι αλλά μοι είη ζην
εκ των ολίγων μηδέν εκ των ολίγων μηδέν έχοντα κακόν"
"Να γίνω πλούσιος, δεν το επιθυμώ, ούτε το εύχομαι
μα να μπορούσα να ζω με λίγα
χωρίς στις συμφορές του βίου να μετέχω."
Μετά από μια νύχτα οινοποσίας στου Στέφανου, παρέα με τον Γιώργο και την Μαρία και μία νυχτερινή, ευλαβική επίσκεψη στη Μάντρα της Κοκκινιάς... Και μία απορία να γεννιέται στα σπλάχνα: Είναι δυνατόν σ' αυτόν τον ιστορικό κι αιματοβαμμένο απ' τα Ες Ες προσφυγότοπο να χωράει σήμερα ο Φασισμός; Κι όμως.... Στην Νίκαια η χρυσή αυγή πήρε πάνω από 4000 ψήφους.... Γαμώ το!.......
Εγώ και ο κος Μακριδάκης στην πρώτη μας κοινή επίσκεψη στο καπηλειό του Στέφανου το Χειμώνα... Την φωτογραφία τράβηξε η σύζυγος του Γιώργου, Μαρία... Γεια μας!
Στο Κρασάδικο του Στέφανου
Βουτώ τις τύψεις μου στη σάλτσα τραγούδι βγαίνει απ' τη ψυχή μου φάλτσα σαν αμανές, στου Στεφανή το καπηλειό
Κρεμμύδι, Φάβα, ρεβίθια, σαλιγκάρια γλεντάμε σαν σαράντα παλικάρια και μας σερβίρει η ηρωίδα Βαγγελιώ
Μονάχος στα μωσαϊκά χορεύω και στου ζεϊμπέκικου τα βήματα γυρεύω της ζωής το νήμα, υφασμένο σ΄ αργαλειό
με κουρελού πολύχρωμη να μοιάζει στα μάτια το Θεό να τον κοιτάζει όταν σχολάσει κάποια μέρα το σχολειό...
Ζω μ εκείνους που ταξίδεψαν
μεσάνυχτα στις θάλασσες μέσα στις θλιμμένες κι άγρυπνες σιωπές...
Στίχοι: Απόστολος Πελτέκης
Μουσική: Απόστολος Πελτέκης
Πρώτη εκτέλεση: Στρογγυλό Κίτρινο
Δαίμονες με καίνε
στου ονείρου την παραζάλη
χορεύουν μόνες
ζουν μόνες
κάτω απ το φως των αστεριών.
Ο ιδρώτας κυλάει
σβήνει στο κορμί μου τις φωτιές
καθώς ταξίδευα μεσάνυχτα στις θάλασσες.
Ζω μ εκείνους που ταξίδεψαν
μεσάνυχτα στις θάλασσες
μέσα στις θλιμμένες κι άγρυπνες σιωπές.
Τα πουλιά πετάνε
πάνω απ το πλοίο
τα βλέπω να περνούν
μέσα απ τη Σελήνη.
Γελάω και φοβάμαι μαζί
σε μιά καλοκαιρινή βροχή
το ξέρω πως πάλι θα ρθεί.
Ζω μ εκείνους που ταξίδεψαν
μεσάνυχτα στις θάλασσες
μέσα στις θλιμμένες κι άγρυπνες σιωπές.
Καλοκαιρινή νύχτα...
Τα τριαντάφυλλα γεννιούνται
στην καμμένη γη
τα μάτια φλέγονται στον ουρανό
το μήνυμα της Σελήνης
κρύβει απόκοσμα μυστικά
απλώνεις το χέρι
σ αφήνει και φεύγει
και γύρω απ τη φωτιά χορεύει
στην αθέατη καρδιά της σκοτεινής Σελήνης
στην αθέατη καρδιά της δικής σου μαγικής Σελήνης.
Με ιδιαίτερη χαρά καλωσορίζουμε τον Χρήστο... Νέο αίμα στην παρέα μας!....
Αυτή τη νύχτα το φεγγάρι σε φωνάζει
Πάλι θα μείνω σιωπηλός μέσα στο αγιάζι
Σαν ένας ερωτευμένος με τη γη κομήτης
Που είναι αδύνατον να νοιώσει το φιλί της
Αυτή τη νύχτα θα σηκωθώ απ'το σταυρό
Και με τον κόσμο στα χέρια θα έρθω να σε βρω
Όταν θα έχω πια φωνή τον χρόνο θα κοιτάξω
Και με της νύχτας τις κραυγές θα'ρθω να σ'αγκαλιάσω
Μέσα στα δάση του μυαλού εγώ θα σε χαζεύω
Μα όταν έρθει το πρωί την καρδιά μου θα παιδεύω
Πέρασαν ήλιοι και φεγγάρια για να σε σφίξω αγκαλιά
Όμως τα χείλη μου ραγίσανε απ'τα δικά σου τα φιλιά
Αυτή τη νύχτα η σκέψη σου θα πέσει για ύπνο
Κάτω από μαυρισμένο ουρανό,σ'ένα πηγάδι κέρματα ρίχνω
Ο ήλιος θα σκίζει τα σύννεφα για να μπορέσω να σε δω
Μα μη φοβάσαι μάγισσα μου,έχω το ψέμα σου φρουρό
Μέσα στα δάση του μυαλού εγώ θα σε χαζεύω
Μα όταν έρθει το πρωί την καρδιά μου θα παιδεύω
Πέρασαν ήλιοι και φεγγάρια για να σε σφίξω αγκαλιά
Όμως τα χείλη μου ραγίσανε απ'τα δικά σου τα φιλιά....!!!
Μέσα στην άβυσσο που ανοίγεται μπροστά μια βουβαμάρα ομαδική είναι οδηγός κι άμα ζητήσω απ' την ζωή τα ποσοστά θα μείνω απ' έξω, της ελπίδας ναυαγός..
Όταν θ' ανοίξει του Αιόλου ο ασκός καμιά σημαία τους δεν θα 'χει την ευθύνη κι εσύ αμίλητος οικείος και εχθρός θ' αναμασάς ό,τι σου δίδαξαν εκείνοι
Χωρίς ελπίδα θ' αγκαλιάζεις τα παιδιά γιατί αυτό που έχεις χαρίσει, τους ανήκει με άδειο βλέμμα και ανήμπορη καρδιά 60 χρόνια περπατάς με δεκανίκι
Δεν εμπορεύεσαι απλά τον οχετό τον κάνεις κόλαση και θες να τον πιστέψουν πρόσεξε άμυαλε το όνειρα κρατούν στην άμμο κάρβουνα, την φλόγα θα θεριέψουν
Αν λιώσει τ' όνειρο σκορπίζεται παντού σαν το νερό που βρίσκει σπόρους και ποτίζει της λευτεριάς ο σπόρος θάφτηκε βαθειά αν βρει νερό τότε θεριεύει και καρπίζει...
Σύμβαση λες και έκανε με σένα η δυστυχία... Τελικά τα μνημόνια μας πάνε πολύ! Γενικώς!...
Παράπονο σε γέμισε ο λόγος ενός φίλου φυγή απ' το Παράδεισο το δάγκωμα του μήλου και τώρα φεύγει και αυτή μακριά απ' τα όνειρα σου η σκέψη της σαν άκανθος, ματώνει τη καρδιά σου
Μνημόνιο δεν έβαλες σ' ότι ζητάει η ψυχή σου περικοπές στα αισθήματα πάνω απ' τη λογική σου και τώρα γύρισες σκυφτός με κάτω το κεφάλι αξιοπρέπεια και εθισμός μες του μυαλού τη πάλη
Η πιο σκληρή επιλογή για να αποφασίσεις είναι ποιο δρόμο απ' τους δυο θα πρέπει να αφήσεις σε απομόνωση στενή, κλειστός ο εγωισμός σου χωρίς αποζημίωση μένει ο ανδρισμός σου.
Σύμβαση λες και έκανε με σένα η δυστυχία διαπραγμάτευση ζωής, μόνιμη αποτυχία χρέος όμως της ύπαρξης, μια συνεχής ελπίδα η λάμψη από τα μάτια της, του πόνου σου ασπίδα.
Σαν σήμερα έφυγε ο μεγάλος Μάγος της ελληνικής μουσικής....
Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Νένα Βενετσάνου
Άλλες ερμηνείες: Χαρούλα Αλεξίου // Άλκηστις Πρωτοψάλτη
Μέσα από άγνωστο χωριό κοντά στον Παρνασσό
ξεκίνησα για να δοκιμαστώ
κι αυτούς που με παιδέψανε σαν άγιο και Χριστό
τους έκοψα τον ένα τους μαστό
περπάτησα και πάτησα σε ζώντες και νεκρούς
ξεπέρασα τους δίσεκτους καιρούς
κι απόκτησα τον μύθο μου με στοχασμούς πικρούς
σε υπόγειους δρόμους άδειους και υγρούς
Με λεν Μαριάνθη κι είμ΄από τρελή γενιά
μισώ του κόσμου τη βία κι απονιά
χιλιάδες μάτια με κοιτούν από μακριά
και μου μετράνε της ζωής μου τα κεριά
Μια χήρα από την Έφεσο δεν ήμουνα ποτές
δεν είχα στρατιώτες για εραστές
τα ζάρια μου τα έπαιξα στις φτωχογειτονιές
και κέντησα τον πόνο με πενιές
δεν μπόρεσα να γίνω ούτε γυναίκα ούτε ευτυχής
δεν δούλεψα σε οίκους ανοχής
και μες την αναδίπλωση της νέας εποχής
απόμεινα μια ανάμνηση ατυχής
Με λεν Μαριάνθη κι είμαι από τρελή γενιά
μισώ του κόσμου τη βία κι απονιά
χιλιάδες μάτια με κοιτούν από μακριά
και μου μετράνε της ζωής μου τα κεριά
Δισκογραφία:
Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς - 1983
Η Χάρις Αλεξίου σε απρόβλεπτα τραγούδια - 1987
Λεωφόρος Α' - 1987
Τα παραμύθια μιας φωνής - 2003
Θέλω να βγω να γελάσω να πιω απ' της λήθης τη χαρά...
Στίχοι: Ζερβουδάκης Δημήτρης Μουσική: Ζερβουδάκης Δημήτρης Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης & Σοφία Γεωργαντζή ( Ντουέτο )
Άλλες ερμηνείες:
Θοδωρής Κοτονιάς
Παγιδευμένος στο όνειρό μου
μέρες ανάστροφα πάλι μετρώ
Σημάδι βάζω τον εαυτό μου
μα στη συνέχεια πάντα αστοχώ
Είναι η αλήθεια που όλο μου μοιάζει
ίσια κατάματα πώς με κοιτά
δεν την αντέχω να με τρομάζει
πάντα εμένανε να βγάζει μπροστά
Θέλω να βγω να γελάσω να πιω
απ' της λήθης τη χαρά
Μα δεν μπορώ την ψυχή μου να βρω
μέσα στα ρηχά νερά
Κι αν όλο αυτό θα μ' αφήσει λειψό
δεν πειράζει που είν' αργά
εγώ θέλω να βγω να γελάσω να πιω
απ' της λήθης τη χαρά
Φύγαν οι φίλοι ήρθαν τα λόγια
οι άδειες σκέψεις μου πλοία βαριά
μόνος να κρύβομαι μες στα υπόγεια
μήπως και φτάσω σε μιαν άλλη στεριά
Κι αν είναι η σύμβαση που όλα τ' αρπάζει
σαν μια συνήθεια όπως παλιά
κι αυτή η ανάγκη μου που όλα τ' αλλάζει
και πάντα εμένανε να βγάζει μπροστά
Θέλω να βγω να γελάσω να πιω
απ' της λήθης τη χαρά
Μα δεν μπορώ την ψυχή μου να βρω
μέσα στα ρηχά νερά
Κι αν όλο αυτό θα μ' αφήσει λειψό
δεν πειράζει που είν' αργά
εγώ θέλω να βγω να γελάσω να πιω
απ' της λήθης τη χαρά
Αντίκρυ απ' την πανσέληνο ασήμι πίστεψα τα όνειρα...
ξεφτισμένα χαρτάκια το ρούχο Του΄Ερωτα
μη ρωτάς τίποτα...το Φως ντύθηκα ... για να με δεις...
κι από αγάπη ... έκλεισα τα μάτια...
την ώρα που ξημέρωνε η αυγή...
ένας άνεμος
ξύπνησε άλλη μιά φορά...την έρημo
Την πρώτη της ζωής μου συλλαβή καθώς θυμάμαι το χρόνο που προσπέρασε και τ' όνειρο μου ξέχασε κρυώνω απόψε μες στην άδεια μου ψυχή πόσο φοβάμαι. Ένα άστρο παίρνω απ' τη δύση που σωπαίνει στο πλάι σου... γέρνω... και γερνώ είμαι απ' όλους κι' όλα ξένη. Αύριο, θα είναι κοντινός ο ουρανός Αύριο, δεν θα 'μαι πια αγάπη κανενός. Στην πόλη αυτή χτες μόλις έκλεισαν οι τελευταίοι δρόμοι μες στη βροχή. Πες μου γιατί. Σιωπή, Αγάπης σύνορο το σώμα καίει ανήμπορο φεύγουν φεγγάρια... Του Έρωτα μου ταχυδρόμοι γι' άλλη εποχή. Απ' την αρχή...πες μου γιατί....
Τις τρέλες που 'χω κάνει θυμάμαι και γελάω
σε μέρη που 'χω πάει και δεν θα ξαναπάω,
Αθήνα ,Μαδρίτη ενοικιαζόμενο σπίτι
και οι τέσσερις τοίχοι ακόμα τους σπάω.
Μια σχέση που λείπει μα υπάρχουν οι φίλοι
και όταν ξεφεύγω μου ρίχνουν σκαμπίλι
και να 'μαι εδώ στην ίδια ιδέα,
στην ίδια δουλειά που κρατάει ως αργά.
Έτσι οι μέρες περνούν,
τα χρόνια κυλάνε στους ίδιους ρυθμούς.
Όλα πια μεταφράζονται σε αριθμούς
μα κάπου κρύβεται η αγάπη και εσύ την ακούς.
Ανοίγω παντζούρια να δω λίγο φως
αφού τόσα χρόνια ζούσα τυφλός.
Είχα τα λίγα,ζητούσα πολλά,
να βγάλω λεφτά με λίγη δουλειά.
Και τώρα στην κρίση χαθήκανε όλα,
τρώω τα χόρτα σαν να 'ναι μπριζόλα
Ακούω την αγάπη,χορεύω σε πάρτι
και κάνω ταξίδια μόνο μέσα από το χάρτη.
Έτσι οι μέρες περνούν,
τα χρόνια κυλάνε στους ίδιους ρυθμούς.
Όλα πια μεταφράζονται σε αριθμούς
μα κάπου κρύβεται η αγάπη και εσύ την ακούς.
Είναι παράξενα τα χρόνια: διαλαλούν την απουσία του Θεού κι η Αγάπη δεν είναι κοντά να βάλει τάξη…
Όταν με δεις θα ‘χω τα μάτια σου στα μάτια χαραγμένα: μία πατρίδα που οι χάρτες μου διψούσαν όσο τα χέρια σου πουλούσαν δυο σ’ αγαπώ για μια κρυμμένη σιγουριά - τότε που χάθηκες - σε πήρανε τα τρένα… Σου ‘πλεκαν χρόνια μια αγκαλιά αυτά που μέσα μου λαθραία μόνο ζούσαν… Όταν με δεις, θα δέσω πάλι με σκοινιά αυτή την θάλασσα που σ’ έφερε απ’ τα ξένα
Όταν με δεις σχήμα και μέγεθος ο κόσμος θα αλλάξει Θα επιστρέφουνε στη γη τα χελιδόνια… Είναι παράξενα τα χρόνια: διαλαλούν την απουσία του Θεού κι η Αγάπη δεν είναι κοντά να βάλει τάξη… Μα το σημάδι του καιρού έχει ποτίσει απ’ τη δική σου την κολόνια… Όταν με δεις, φέρε την μνήμη του νερού να γίνει η Κόλαση απαλή σαν το μετάξι…
Θα ‘ρθεις το ξέρω είναι γραμμένο στην καρδιά σου θα ‘ρθεις σαν άνεμος που όλα τα σαρώνει! Ήταν Σταυρός, θα γίνει Ανάσταση η αγκαλιά σου… Όταν με δεις θα λιώσει η Άνοιξη το χιόνι!
Σε άνισο αγώνα απουσίαζαν
οι λίγοι και γινήκανε καθόλου
που ’λέγαν τη ζωή τους πως θυσίαζαν
για το καλό του κόσμου του συνόλου
Οι λίγοι στις κουβέντες που ξεχώριζαν
και έδιναν ελπίδα για θεμέλια
σαν μύγες τους τραβήξαν όσοι όριζαν
και κράταγαν στα χέρια τους τα μέλια
Αγνώριστοι οι λίγοι που φανήκανε
ανθρώποι που γινήκαν ανθρωπάκια
ατμοί γινήκαν εξαφανισθήκανε
θηρία που γινήκανε αρνάκια
R
Μήπως είμαι τελευταίος
στην ουρά για κάποιο χρέος
που το ίσιο θέλω να ομολογώ.
Που να βρω να συμφωνήσω
ποιο’ναι το στραβό το ίσο
βήμα που να βρω για να τ’ ακολουθώ
Παλιά μας έκλεινε το στόμα ο στρατός
Τώρα ενοχλείται και ο λαός που μας ακούει
Γέροι που μείνανε για πάντα δεξιοί
Και κουλτουριάριδες ψευτοαριστεροί
Κάποτε βγαίναν στους δρόμους με φωτιές
Τώρα κοιμούνται όπου φυτρώνουνε καίδια
Λέν πως δεν ήρθανε καιροί για αλλαγές
Και αυτοί γλεντάν σε πολιτιστικές γιορτές
Μα τι τους φταίει κι όλα στο κόσμο παν στραβά
Μήπως την πίνουνε πολύ και την ακούνε
Γέμισε η χώρα με μπαστάρδια χουντικά
Ίσως χρειάζεται να παν...
Κάποτε αράζανε στο δρόμο οι φοιτητές
Τώρα αγχώνονται μη φαν καμία σφαίρα
Μπήκαν στα σπίτια μας μπηνέδες με στολές
Να κάνουν έρευνες εξωνιχιστικές
Μα τι τους φταίει κι όλα στο κόσμο παν στραβά
Μήπως την πίνουνε πολύ και την ακούνε
Γέμισε η χώρα με μπαστάρδια χουντικά
Ίσως χρειάζεται να παν να γαμηθούνε
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Πρώτη εκτέλεση: Μιχάλης Βιολάρης
Εκεί στης Ύδρας τ' ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
Μωρέ τού λέω πούν' το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ' αγόρι σου
Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε
Αγόρι εγώ δεν έχω, μου αποκρίνεται
Βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ' τη βάρκα πιάνεται
Άιντε μωρό μου...
Θεέ μου, συγχώρεσέ με, σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει, το παλιόπαιδο
Σα λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε
Άιντε μωρό μου...
Δισκογραφία:
Το θαλασσινό τριφύλλι - 1972
Ήρθες εψές στον ύπνο μου - 1995
Kάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα κι αντί μελάνι έχει γραφτεί μ' ένα λυγμό...
Στίχοι: Τάσος Σαμαρτζής
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Πρώτη εκτέλεση: Σταμάτης Κραουνάκης
Άλλες ερμηνείες:
Κώστας Θωμαΐδης
// Μανώλης Μητσιάς
// Αναστασία Μουτσάτσου
Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα
μες στο βιβλίο της ζωής μας το κλειστό,
που κάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα
κι αντί μελάνι έχει γραφτεί μ' ένα λυγμό...
Και τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες,
και τι ψυχή έχεις κι εσύ να μ' αρνηθείς...
είμαστ' οι δυο μας μες στον κόσμο δυο σταγόνες,
κι εσύ μια θάλασσα ζητάς για να χαθείς...
Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα
που θέλει θάρρος και κουράγιο να γραφτεί,
μα συ τρομάζεις, δεν μπορείς την καταιγίδα
κι αφήνεις πίσω τη σελίδα αυτή λευκή...
Δισκογραφία:
Τοπίο μυστικό - 1993
Τραγούδια της νύχτας - 1994
Κιβωτός - 2005
Μια νύχτα στους αιώνες - 2008
Κρεμάσαν στο λαιμό μας χίλια κρίματα κι ελεύθεροι στους δρόμους είν` οι δράστες....
Κλειδώσαν τις ελπίδες μας και σκούριασαν, κουράστηκες κι εσύ στην ανηφόρα, τρομάξανε τα όνειρα και κούρνιασαν, μονάχοι μας παλεύουμε τη μπόρα.
Κλείστ` το παράθυρο, η νύχτα με βαραίνει, το νοίκι απλήρωτο και τ` αύριο κουτσαίνει, κράτα με μάτια μου απόψε αγκαλιά και το πρωί, θα ψάξω πάλι για δουλειά.
Στενόχωρες οι φόρμες και τα σχήματα κι εσύ ξυπνάς τη νύχτα μ` εφιάλτες, κρεμάσαν στο λαιμό μας χίλια κρίματα κι ελεύθεροι στους δρόμους είν` οι δράστες.
Ο καλός μας συνθέτης Δημήτρης Γαλίτης σε μια καινούρια ανέκδοτη (ερασιτεχνική) ηχογράφηση νοσταλγεί την Θεσσαλονίκη, τον Ηρακλή, την Άννα και τη Νίκη....
Θυμάσαι, φίλε, φοιτητές στη Σαλονίκη,
τότε που κρύβαμε τον ήλιο στις ματιές
εσύ την Άννα αγκαλιά κι εγώ τη Νίκη
στο ταβερνάκι στις Σαράντα Εκκλησιές
εκεί που πίναμε κρασί απ' τις καρδιές.
Τα μεσημέρια σαν ερχόταν Κυριακή
στο Καυτανζόγλειο να δούμε Ηρακλή
κι ύστερα πρέφα δυο δεκάρες το καπίκι
χόρευαν τ' άστρα λες και γιόρταζαν τη νίκη
γελούσε η Άννα, γελούσε η Νίκη.
Θυμάσαι, φίλε, μια βραδιά στη Σαλονίκη
με το πτυχίο ξεκινήσαμε γι' αλλού
πώς 'ξαργυρώσαμε την Άννα και τη Νίκη
σ' ένα ταμείο κάποιου μέλλοντος θολού
μη με ρωτάς το 'χω ξεχάσει προ πολλού.
Τώρα στρωμένοι στο ψητό της Κυριακής
ούτε ρωτάμε πόσο ήρθε ο Ηρακλής
για τουρισμό μονάχα στη Θεσσαλονίκη
για μια επείγουσα δουλειά - για κάποια δίκη
καημένη Άννα, καημένη Νίκη.
Αν δε φύγεις θα φύγω, αποφάσισε τώρα πριν περάσει η ώρα και φύγει η μπόρα πριν στεγνώσει η καρδιά, το μυαλό πριν διστάσει παραδέξου στο τέρμα πως έχουμε φτάσει
Ένα ρούχο παλιό τώρα ο έρωτας μοιάζει στο κορμί δεν ταιριάζει, μα ούτε κι αλλάζει ραγισμένα γυαλιά τα φιλιά πέφτουν κάτω και το βλέμμα αδειανό , μ’ από μίσος γεμάτο
Την αγάπη ξεχάσαμε μόνη στο κρύο δεν μας φταίει κανείς, μόνο εμείς, και οι δύο την αλήθεια δε σώσαμε, πώς να σωθούμε; τι να πω, τι να πεις, στη ζωή τι να πούμε;
Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Λεονάρδου
Για να σου κάνω νούμερα και να πουλήσω κέφι,
θέλω βροχή τα κέρματα να πέφτουνε στο ντέφι.
Εκλεισα τα περάσματα κι αμα σε παίρνει πέρνα,
μονο αγάπες μη ζητάς,σε ένα τραγούδι κόλλησα σα γέρικη λατέρνα.
Δεν έχω χρόνο μάτια μου...δεν έχω χρόνο.
Μην ψάχνεις μες τα μάτια μου μια φλόγα να χορεύει,
το πάθος μου το έχασα και κάπου αλητεύει.
Δεν έχω χρόνο μάτια μου να ψάχνω για ελπίδες,
το πιο πολύ το έζησα,
τώρα μου μένουν τα μικρά
δυο τελευταίες αχτίδες.
Στη γιορτή της αυγής, με δυο δεκάρες,
ένα ποντίκι μου πήραν μικρό.
Κι έρχεται μια γάτα,
και τρώει το ποντίκι,
μα έχω κι άλλα πολλά να σας πω.
Στη γιορτή της αυγής, με δυο δεκάρες,
ένα ποντίκι μου πήραν μικρό.
Κι έρχεται ένας σκύλος,
δαγκώνει τη γάτα,
που 'φαγε το ποντίκι,
μα έχω κι άλλα πολλά να σας πω.
Στη γιορτή της αυγής, με δυο δεκάρες,
ένα ποντίκι μου πήραν μικρό.
Και ήρθε ένα μπαστούνι,
και χτύπησε το σκύλο,
που δάγκωσε τη γάτα,
που 'φαγε το ποντίκι,
μα έχω κι άλλα πολλά να σας πω.
Στη γιορτή της αυγής, με δυο δεκάρες,
ένα ποντίκι μου πήραν μικρό.
Κι έρχεται μια φλόγα,
καίει το μπαστούνι,
που χτύπησε το σκύλο,
που δάγκωσε τη γάτα,
που 'φαγε το ποντίκι,
μα έχω κι άλλα πολλά να σας πω.
Στη γιορτή της αυγής, με δυο δεκάρες,
ένα ποντίκι μου πήραν μικρό.
Και το νερό κυλάει,
και σβήνει τη φλόγα,
που έκαψε το μπαστούνι,
που χτύπησε το σκύλο,
που δάγκωσε τη γάτα,
που έφαγε το ποντίκι,
μα έχω κι άλλα πολλά να σας πω.
Στη γιορτή της αυγής, με δυο δεκάρες,
ένα ποντίκι μου πήραν μικρό.
Και ήρθε ένας ταύρος,
και το νερό το ήπιε,
που έσβησε τη φλόγα,
που 'καψε το μπαστούνι,
που χτύπησε το σκύλο,
που δάγκωσε τη γάτα,
που 'φαγε το ποντίκι,
μα έχω κι άλλα πολλά να σας πω.
Στη γιορτή της αυγής, με δυο δεκάρες,
ένα ποντίκι μου πήραν μικρό.
Κι έρχεται ο χασάπης,
σφάζει τον ταύρο,
που το νερό το ήπιε,
που έσβησε τη φλόγα,
που 'καψε το μπαστούνι,
που χτύπησε το σκύλο,
που δάγκωσε τη γάτα,
που 'φαγε το ποντίκι,
μα έχω κι άλλα πολλά να σας πω.
Και άγγελος θανάτου,
παίρνει το χασάπη,
που έσφαξε τον ταύρο,
που το νερό το ήπιε,
που έσβησε τη φλόγα,
που 'καψε το μπαστούνι,
που χτύπησε το σκύλο,
που δάγκωσε τη γάτα,
που 'φαγε το ποντίκι,
μα έχω κάτι ακόμα να πω.
Στη γιορτή της αυγής, με δυο δεκάρες,
ένα ποντίκι μου πήραν μικρό.
Κι ο Κύριος στο τέλος,
το θάνατο ανασταίνει,
που πήρε το χασάπη,
που έσφαξε τον ταύρο,
που το νερό το ήπιε,
που έσβησε τη φλόγα,
που έκαψε το μπαστούνι,
που χτύπησε το σκύλο,
που δάγκωσε τη γάτα,
που έφαγε το ποντίκι,
κι εγώ δεν έχω τι άλλο να πω.
Alla fiera dell' est, per due soldi, un topolino mio padre compro.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E venne il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E venne il cane
che morse il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E venne il bastone
che picchiò il cane
che morse il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E venne il fuoco
che bruciò il bastone
che picchiò il cane
che morse il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E venne l'acqua
che spense il fuoco
che bruciò il bastone
che picchiò il cane
che morse il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E venne il toro
che bevve l'acqua
che spense il fuoco
che bruciò il bastone
che picchiò il cane
che morse il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E venne il macellaio
che uccise il toro
che bevve l'acqua
che spense il fuoco
che bruciò il bastone
che picchiò il cane
che morse il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E l'Angelo della Morte
sul macellaio
che uccise il toro
che bevve l'acqua
che spense il fuoco
che bruciò il bastone
che picchiò il cane
che morse il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
E infine il Signore
sull'Angelo della Morte
sul macellaio
che uccise il toro
che bevve l'acqua
che spense il fuoco
che bruciò il bastone
che picchiò il cane
che morse il gatto
che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla Fiera dell'Est
per due soldi
un topolino mio padre comprò.
Δισκογραφία:
Angelo Branduardi - Alla Fiera dell'Est (1976)
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - Αλκυονίδες μέρες (2005)
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - Οι άγγελοι ζουν ακόμη στη Μεσόγειο (2012)
Της αγάπης ο δρόμος μπροστά μας περνά αδέσποτη σφαίρα που στο δρόμο γυρίζει φανάρια και φώτα είναι ανοιχτά βαθιά μες τη νύχτα μια σειρήνα σφυρίζει …
Η ζωή που περνά και τα χρόνια μετά ξαφνικά είμαστε μόνοι σε μια άγνωστη χώρα Σου φωνάζω να κοίτα σε στηρίζω πιστά μη χαθείς μη σε πάρει και πάλι η μπόρα …
Ότι κι αν ζήσουμε δικό μας κι αυτό κι ότι κι αν χτίζουμε στη φύση αντέχει γιατί της μοίρας μας ήταν γραφτό μεγάλο κατάστημα που όλα τα έχει …
Αυτή η αγάπη ζωντανούς μας κρατά το οξυγόνο μας μες τον αέρα και ο καιρός να αλλάζει ξανά τα χιόνια να λιώνουν γιορτάζει η μέρα …
Ένας όμορφος και ντόμπρος λαϊκός στίχος - η δεύτερη κατάθεση του Βαγγέλη!...
Σου μίλησα σε κοίταξα στα μάτια τα ψέματα εγώ δε τα μπορώ σου ορκίστηκα σου έδωσα σημάδια σε πήρα στο δικό μου ουρανό Κι εκεί που όλα τα πίστευα ωραία και έμαθα κοντά σου εγώ να ζω εγώ που’ χα τον έρωτα παρέα τώρα μου δίνεις για πάντα τον καημό
Αντίγραφο καρδιάς εσύ μου δίνεις κι αντίγραφο αγάπης μου ζητάς τα όμορφα τα μάτια σου μη κλείνεις και μάθε επιτέλους ν’ αγαπάς
Σε πίστεψα και ήθελα να μείνω κοντά σου τη ζωή μου να περνώ σε ήθελα δε σκέφτηκα να φύγω χωρίς εσένα νόμιζα δε ζω μα όταν το κατάλαβα πως ήσουν μισή αλήθεια και απέραντο κενό τα μάτια έκλεισα δεν ήθελα να σβήσουν το πρόσωπό σου απ’ το δικό μου το μυαλό
Αντίγραφο καρδιάς εσύ μου δίνεις κι αντίγραφο αγάπης μου ζητάς τα όμορφα τα μάτια σου μη κλείνεις και μάθε επιτέλους ν’ αγαπάς
Καίει η νύχτα, το σώμα καίει ο κόσμος κοιμάται πόσο μου λείπεις σε ποιον να το πω που δεν φοβάται. Ο νους δραπετεύει σ’ άλλες στιγμές το φεγγάρι ξωπίσω δρόμο μου δείχνει να σιγουρέψει πως θα γυρίσω.
-Κι εγώ επιστρέφω- Καρφώνω το σώμα, δένω τα μάτια, κλείνω το στόμα. Μα ο λογισμός σάρκα δεν έχει πώς να δεθεί, σκορπάει σα χώμα και ξανακάνει απ’ την αρχή ταξίδι στο χρόνο σ’ αυτόν που πέρασε, σ’ αυτόν που θα’ ρθει, σ’ εσένα μόνο
για να μου δώσεις τα φιλιά που’ χεις καλά κρυμμένα που στόμα άλλο δεν γεύτηκε και τα κρατάς για’ μένα. Πάρε κι εσύ από μέσα μου κρασί να κοινωνήσεις, νάμα ζεστό για να πλυθείς και να μοσχομυρίσεις.
Κι όπως θα φεύγεις, γιατί θα φύγεις κι αυτό το ξέρω μη λυπηθείς και μη σκεφτείς πως υποφέρω. Όσο θα λείπεις και θα κοιμάσαι σε άλλα χέρια, εγώ θα υφαίνω απ’ την αρχή τα καλοκαίρια.