Έκθετο στην πόρτα σε βρεφοκομείο,
κάποιοι βρήκαν ρίζες σε γυμνό τοπίο,
έγραψαν βιβλίο.
Αναδόχους είχε Πέρσες και Ασιάτες,
Βλάχους και τσιγγάνους, μα, κι αριστοκράτες,
στους παλιούς τους χάρτες.
Όμορφη παιδούλα σε χαμαιτυπείο
πάντοτε με φόβο, δίπλα το θηρίο,
γάτα σ' ενυδρείο.
Κλέφτες κι αστυνόμους, -τί τους θες τους νόμους-
φύλαγε διαμάντια μέσ' στους υπονόμους
κι οι σοφοί στους ώμους.
Εραστής Ρωμαίος, ζιγκολό της πλάκας,
Ιουλιέτα πόρνη, και το φως της στράτας,
μιας σπασμένης λάμπας.
Τα προικιά απ' την Πόλη βρώμικα κουρέλια,
τα μαλαματένια, τσίγκινα στα χέρια,
στα μαλλιά τα χτένια.
Γάμοι με στεφάνι κι αρπαγές στα όρη,
πάλι διαζευγμένη δανεικά ψωνίζει,
κάρτες που γεμίζει.
Σπόρος ταξιδεύει μέχρι τις Ινδίες
κι ως εκεί που φτάσαν χίλιοι Καβαδίες,
των εθνών φατρίες.
Νόμιμα και νόθα, όλα λέει παιδιά της,
τα υιοθετημένα μέσα στις πλατείες,
σκοτεινές γωνίες.
Μέσα στον καθρέφτη μούτρο με ρυτίδες,
ομορφιά θαμμένη σε φτηνές κορνίζες,
σε μουσείων θήκες.
Μια γεροντοκόρη κάποιας ηλικίας,
στη ματιά η λάμψη, ίχνη γοητείας,
θύμα της ανίας.
Σαν γριά, γεμάτη από αναμνήσεις,
όλο ίδια κι ίδια λέει στις συζητήσεις,
τί να απαντήσεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου