Βραδιές που μέσ΄στον Τάμεση,
μ’ ένα παλιό σκαρί,
λικνίζομουν στα κύματα
να μην πατώ τη γη,
σ’ έβλεπα που στεκόσουνα
ντυμένη στα λευκά
στο χρυσαφένιο θρόνο σου
κι ας ήσουν δεκαεφτά.
Στα πόδια σου προσκυκητές,
σε λάτρευαν θεά,
τ΄ αστέρια η κορώνα σου
στολίδι στα μαλλιά.
Έβγαινες στα παράθυρα
με κόλακες σωρό,
στην αγκαλιά νανούριζες
του βασιλιά μωρό.
Σε είδα πάλι μια βραδιά
στον πύργο τον φριχτό
που έδενες τα μάτια σου
μ’ ένα πανί λευκό,
δίπλα κρατούσ΄ ο δήμιος
τσεκούρι ασημί
και μάζεψε τ’ αστέρια σου
που σκόρπισαν στη γη.
Τις νύχτες που στον Τάμεση
γυρνώ με το σκαρί,
κοιτάζω στα παράθυρα,
σε ψάχνω στο γυαλί,
σ’ ακούω μόνο τραγουδάς
σαν γκιώνης που όλο κλαίει,
και δεν θυμάμαι αν σ’ έλεγαν
Τζούλια ή Άνν Μπολέιν…
Παπανότη Ανατολή,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου