Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΩΝ ΑΣΣΑΣΣΙΝΩΝ




Η μεγάλη μπρούντζινη σκαλιστή καμπάνα τον έκρυβε από τα μάτια του κόσμου, που βρισκόταν συγκεντρωμένος στην πλατεία μπροστά από το Ναό της Αναλήψεως. Μια τεράστια αγορά απλωνόταν κάτω από τα πόδια του…

---:---:---:---:---:---

Αυτοσχέδιες τέντες στέγαζαν και οριοθετούσαν τα μαγαζιά των εμπόρων, των τεχνιτών και της υπόλοιπης παλέτας των επαγγελμάτων. Το μετάξι, το βαμβάκι και όλων των ειδών τα μπαχάρια αποτελούσαν τα βασικά εμπορικά προϊόντα, ενώ ακολουθούσαν η ζάχαρη και τα πορτοκάλια. Όλα σχεδόν τα αγαθά, που έφταναν στα παζάρια της Ιερουσαλήμ, διέσχιζαν εμπορικούς δρόμους από κάθε γωνιά της γης με συνηθέστερους αυτούς της Ευρώπης της Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Από το παζάρι δεν έλειπαν και τα εγχώρια προϊόντα, που καλλιεργούντουσαν κυρίως έξω από τα τείχη της πόλης, όπως το σιτάρι, τα σταφύλια και οι ελιές.

Ιδιαιτέρως κερδοφόρα ήταν τα μικρά μαγαζάκια με τα γιατρικά. Βότανα, ροφήματα και κάθε λογής μαντζούνια γέμιζαν τις τσέπες των φασαριόζων εμπόρων που έσκουζαν λυσσαλέα δεξιά κι αριστερά διαφημίζοντας τις εξαιρετικές ιαματικές δυνάμεις των προϊόντων τους. Παραδίπλα, πεταλωτές, μπαλωματές και ράφτρες μαζί με μια πλειάδα άλλων τεχνιτών νοίκιαζαν τις υπηρεσίες τους. Αν, πάλι, κάποιος πεινούσε μπορούσε γρήγορα να χορτάσει δοκιμάζοντας ντόπια εδέσματα στα υπαίθρια μικροσκοπικά μαγειρεία, καθώς και ξενόφερτες γεύσεις, αμφιβόλου όμως ποιότητας μα με σαφώς φτηνότερο κόστος.

Αρκετά, μικρά ξυπόλητα αλητάκια έτρεχαν πίσω από τους κυρίους και τις κυρίες και προσφερόντουσαν, έναντι πενιχρού αντιτίμου, να κουβαλήσουν τα ψώνια, τα ρούχα και ότι άλλο τους ζητούσαν οι συνήθως εύποροι αγοραστές. Όταν βέβαια τα αφεντικά δεν κοιτούσαν, όλο και κάτι γλιστρούσε «τυχαία» κάτω από τα τριμμένα κουρελάκια τους. Την εικόνα συμπλήρωναν ζητιάνοι που ήταν διεσπαρμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτουν όλη την έκταση της υπαίθριας αγοράς.

Οι βρισιές και οι φωνές από τα παζάρια μεταξύ πελατών και πωλητών, οι διαπληκτισμοί που τις περισσότερες φορές οδηγούσαν σε στενότερες επαφές των σωμάτων, τα κυνηγητά όταν κάποιος βούταγε κάτι χωρίς να πληρώσει, οι κραυγές και οι σπρωξιές των πραματευτάδων, συνέθεταν την ζωοφόρο, φάλτσα μελωδία άλλης μιας συνηθισμένης μέρας στην Ιερουσαλημ.

Εκείνη η μέρα όμως δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Το μεσημέρι το πλήθος θα μαζευόταν στο ανατολικό άκρο της πλατείας, απέναντι από το ναό, για να ακούσει τις αποφάσεις του βασιλιά για την νέα φορολογία και τα καινούρια μέτρα για το μέλλον της πόλης. Για το λόγο αυτό, η αυτού μεγαλειότης Conrad de Montferrat, είχε διατάξει η καμπάνα του ναού να χτυπήσει 12 φορές ειδοποιώντας έτσι τον λαό να συγκεντρωθεί, με τον δωδέκατο χτύπο να κηρύσσει την έναρξη της ομιλίας.

---:---:---:---:---:---

Το βλέμμα του σαν βλέμμα γερακιού… Έμοιαζε να παρακολουθεί υπομονετικά από ψηλά την λεία του. Και περίμενε… Περίμενε… Η ανάσα του σταθερή. Έβλεπε τα πάντα στη μικρή πλατεία, γνώριζε τα πάντα… Μα κυρίως γνώριζε αυτόν! Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ μα ήξερε τα πάντα. Έπρεπε να ξέρει… Όφειλε να ξέρει…

---:---:---:---:---:---

Ο βασιλιάς, από γάμο με την Isabella της Ιερουσαλήμ, ήταν ένας βόρειο-Ιταλός ευγενής ιδιαίτερης ευφυΐας και μόρφωσης. Άνδρας γεροδεμένος, ικανός με το σπαθί με ισχυρό χαρακτήρα και τόλμη. Μιλούσε άπταιστα πολλές γλώσσες, ήταν ικανότατος πολιτικός και διπλωμάτης και έχαιρε απεριορίστου σεβασμού από τους ισχυρότερους ηγεμόνες των γύρω, και όχι μόνο, βασιλείων. Φημολογούταν ότι η σιγουριά της εξουσίας του πήγαζε από την υποδόρια υποστήριξη των σταυροφόρων, καθώς και από τις ιδιαιτέρως καλές σχέσεις που είχε καταφέρει να έχει με εξέχοντα πρόσωπα, σχεδόν όλων των φυλών και των θρησκειών που συνέθεταν το βασίλειό του. Παρόλο που κανείς από τον απλό κόσμο δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει με ποιούς τρόπους επικυρωνόντουσαν οι συνεργασίες και οι σχέσεις του βασιλιά, οι ψίθυροι διαρκώς πλήθαιναν όσον αφορά μυστικές επαφές και παράξενες δοσοληψίες. Το μόνο ευρέως γνωστό και μη αμφισβητήσιμο γεγονός, που σχολιαζόταν εκτενώς κάθε φορά που γινόταν κουβέντα γύρω από το πρόσωπό του, ήταν η υπερβολική αδυναμία που έτρεφε για το γυναικείο φύλο. Η αδυναμία του αυτή άλλωστε αποτελούσε τις περισσότερες φορές και μέσο επίτευξης συμφωνιών, μιας και οι εταίροι του, γνωρίζοντας το πάθος του, φρόντιζαν να τον γλυκαίνουν με όμορφες παρουσίες όταν ήθελαν να τον επηρεάσουν για κάτι.

---:---:---:---:---:---

Τρεις πρώτοι χτύποι …
Η φρουρά παίρνει τη θέση της περιμετρικά του σημείου όπου θα καθίσει ο βασιλιάς.

Τρεις επόμενοι χτύποι …
Ο κόσμος σιγά σιγά συγκεντρώνεται στα ανατολικά της αγοράς μπροστά από την φρουρά.

Χτύπος 7ος …
Πίσω από την καμπάνα δεν υπάρχει τώρα κανείς …

Χτύπος 8ος …
Βρίσκεται στη βάση του καμπαναριού, δίπλα στην είσοδο του ναού …

Χτύπος 9ος …
Αθόρυβος, με το κεφάλι σκυφτό και τη κουκούλα να επιτρέπει να φανεί μόνο το στόμα του, διασχίζει το πλήθος. Άλλοι τον νομίζουν σταυροφόρο ιππότη, άλλοι καθολικό καλόγερο. Δεν δίνουν σημασία!

Χτύπος 10ος …
Ο βασιλιάς κάθεται στη θέση του. Αυτός βρίσκεται ήδη δίπλα στους δύο μπροστινούς φρουρούς …

Χτύπος 11ος …
Οι δύο φρουροί κείτονται νεκροί πλημμυρισμένοι στο αίμα. Ο κόσμος ουρλιάζει και τρέχει πανικόβλητος. Οι υπόλοιποι στρατιώτες σαστισμένοι, με τα σπαθιά τους στα χέρια, ορμούν προς το μέρος των νεκρών. Ο βασιλιάς κάνει να πιάσει το σπαθί του… Αυτός βρίσκεται ήδη δίπλα του…

Χτύπος 12ος …
Οι παλάμες του πιέζουν με δύναμη, από το σαγόνι ως τα αυτιά, τα μάγουλα του βασιλιά. Τα δύο στιλέτα που πετάγονται απότομα από τους πήχεις των χεριών του, κάτω από τα μανίκια της λευκής του κάπας, τρυπούν και διαπερνούν τον εγκλωβισμένο λαιμό…

Χτύπος 13ος …
Δεν υπάρχει! Ούτε από τη καμπάνα, ούτε από την καρδιά του βασιλιά.


ΚΩΔΙΚΑΣ – ΑΡΧΗ 1Η
«Να είσαι πάντα αόρατος»

Κάθεται στις νωπές τάβλες της κουβέρτας του πλοίου, με τους αγκώνες του ακουμπισμένους στα γόνατά του και το κεφάλι του γερμένο ανάμεσά τους. Η πλάτη του ακουμπάει στο πλωριό κατάρτι. Δεν είναι κουρασμένος, κι ας είναι. Δεν πεινάει, δεν διψάει, δεν νυστάζει κι ας νιώθει την ανάγκη για όλα αυτά…

---:---:---:---:---:---

Ο αρχηγός του τάγματος, Rashid ad – Din Sinan, «ο γέρος του βουνού» όπως τον ήξεραν οι περισσότεροι Ασσασσίνοι, τον είχε εκπαιδεύσει πολύ καλά. Δεν πίστευε στον Αλλάχ, πίστευε σ’ αυτόν και μόνο. Με τα χρόνια είχε γίνει ο καλύτερος και έχαιρε της απολύτου εμπιστοσύνης του τάγματος για τις δυσκολότερες αποστολές. Δεν ήταν διόλου τυχαία άλλωστε η επιλογή του για την δολοφονία τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ.

---:---:---:---:---:---

Το πλοίο διέσχιζε τη Μαύρη Θάλασσα επιστρέφοντας από την Οδησσό, όπου είχε ξεφορτώσει την πραμάτεια που μετέφερε. Είχε πληρώσει τα ναύλα του και με το παραπάνω και έτσι ο καπετάνιος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα να μάθει ποιος ήταν αυτός ο παράξενος ξένος με την λευκή κουκούλα που απαίτησε να τον πάρει μαζί του, παρόλο που το καραβίσιο μάτι του είχε εξερευνήσει κάθε σπιθαμή του παράξενου επιβάτη του.

Στα αριστερά της κόκκινης ζώνης του κρεμόταν ένα σπαθί, ενώ στη μέση και λίγο προς τα δεξιά δύο μαχαίρια το ένα πάνω από το άλλο. Κάτω από το αριστερό του χέρι, στο ύψος των πλευρών του, υπήρχε μία κόκκινη κηλίδα που διατάρασσε την κατάλευκη μονοτονία της κάπας του. Το πρόσωπό του δεν φαινόταν. Δεν μιλούσε, δεν αντιδρούσε σε ήχους, ούτε καν έστριβε το κεφάλι. Καθόταν διαρκώς μακριά από τους άλλους στο πλοίο. Όλη αυτή του η εικόνα έκοβε τη φόρα σε επίδοξους περίεργους επισκέπτες να τον πλησιάσουν και να του μιλήσουν.

Σκεφτόταν την αποστολή του και μόνο. Το πρώτο μέρος είχε ολοκληρωθεί …

---:---:---:---:---:---
Πιστός στην παράδοση και την εκπαίδευση των Ασσασσίνων, όφειλε να προειδοποιεί τα θύματά του, αρκετό καιρό πριν τους στερήσει τη ζωή, τοποθετώντας το έμβλημα του τάγματος σε σημείο μα και σε χρόνο τέτοιο, ώστε να γίνεται απολύτως κατανοητό ποιος επρόκειτο να πεθάνει και από ποιόν. Αυτό, όπως του είχε διδάξει ό «γέρος του βουνού», γινόταν όχι για λόγους εντυπώσεων, αλλά για να αντιληφθεί ο εκάστοτε στόχος το αναπόφευκτο μέλλον του και να προλάβει να διαχειριστεί τις εκκρεμότητες που πιθανόν είχε. Βέβαια στα δέκα γεμάτα χρόνια της δολοφονικής του δράσης, από τη μέρα που ολοκλήρωσε επιτυχώς την εκπαίδευσή του και έπειτα, είχε καταφέρει να κατανοήσει και τη διπλή υποβόσκουσα σημασία που έκρυβε αυτό το τελετουργικό. Όλα αυτά τα χρόνια που δρούσαν οι Ασσασσίνοι, ο κόσμος είχε αδιαμφισβήτητα πειστεί πως απ’ αυτούς δεν μπορούσε να γλιτώσει κανείς, αν είχαν αποφασίσει να τον σκοτώσουν, και το έμβλημά τους πολύ πριν το φόνο, ήταν αυτό που το πιστοποιούσε. Παράλληλα, το αίσθημα αυτοσυντήρησης κάθε στοχοποιημένου ανθρώπου τον υποχρέωνε να πάρει κάθε δυνατό μέτρο που θα μπορούσε να διαφυλάξει την ακεραιότητά του. Το γεγονός αυτό καθιστούσε αυτομάτως δυσκολότερη την προσπάθεια του θύτη να εκπληρώσει την αποστολή του, προσδίδοντάς έτσι μυθικές διαστάσεις στο τάγμα, μιας και ποτέ κανένας Ασσασσίνος δεν είχε αποτύχει.

Το έμβλημά τους ήταν πάντα ένα μαχαίρι που έφερε, σκαλισμένο στη λεπίδα του, το όνομα του ηγέτη τους Rashid ad – Din Sinan. Στη λαβή του, από κεχριμπαρένιο συμπαγές ξύλο γέρικου πεύκου, είχε πολύτιμα πετράδια τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπαίνουν ανάμεσα στα δάκτυλα του κατόχου και έτσι να καθιστούν αδύνατη την πιθανότητα να του γλιστρήσει από το χέρι. Το κύριο σώμα και η βάση του ήταν από καθαρό, βαρύ, ατόφιο ασήμι, υλικό στο οποίο οφειλόταν και το τέλειο ζύγισμά του. Ένα ανεκτίμητης αξίας έργο τέχνης που προσφερόταν ως δώρο θανάτου, ολοκληρώνοντας την σημειολογία της αποτρόπαιης και ειδεχθούς πράξης που έμελε να ακολουθήσει, καθώς εκτός των άλλων συμβόλιζε και την οικονομική, κοινωνική, πολιτική ή στρατιωτική σημασία και θέση που κατείχε ο αποδέκτης του.

Η πολιτική ιδεολογία που κρυβόταν πίσω από τη δράση του ποτέ δεν τον ενδιέφερε. Το μόνο που είχε κρατήσει από τις συζητήσεις των γηραιότερων στο τάγμα, κι αυτό μόνο για να μπορεί συνειδησιακά να δικαιολογεί τις πράξεις του, ήταν η έννοια της ισορροπίας. Η επιλογή των στόχων από τον μέντορά τους και τους συμβούλους του αποσκοπούσε πάντα στην ισορροπία μεταξύ των ισχυρών, γι αυτό και ποτέ τα θύματα δεν είχαν κάποια συγκεκριμένη ή κοινή, θρησκευτική, πολιτική ή φυλετική ταυτότητα. Σχεδόν όλοι όμως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ανήκαν σε ανώτερες κοινωνικές και θεσμικές τάξεις, κυρίως ευγενείς, ηγεμόνες, στρατάρχες, μεγαλέμποροι, αξιωματούχοι και γενικότερα άνθρωποι που όριζαν την τύχη του απλού λαού. Μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε, ακόμη και ομοεθνείς και ομόθρησκοί τους.

---:---:---:---:---:---

Έτσι κι αυτός είχε ακολουθήσει τον Conrad de Monferrat στην Οδησσό, ο οποίος ήταν καλεσμένος του εκεί βασιλιά για να συζητήσουν τους όρους ανανέωσης της συμμαχίας τους, παρέα βέβαια, τιμώντας τις παραδόσεις που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια, με καλοαναθρεμμένες, ελαφροντυμένες νεαρούλες και άφθονο γαλλικό κρασί. Κάποιο λοιπόν από τα πολλά παροιμιώδη βράδια “σκληρών διαπραγματεύσεων” των δύο ανδρών, όπου ο αέρας του παλατιού βρώμαγε κριθαρένια βύνη, παστό λαρδί και πολλά γυναικεία αρώματα, και όταν όλοι κάποια στιγμή αποφάσισαν να γιατρέψουν τις υπερβολές της νύχτας στα κρεβάτια τους, μπήκε στο παλάτι. Σαν αερικό, σκαρφάλωσε τα τείχη από την πλευρά των στάβλων, διέρρηξε αθόρυβα το ξύλινο παράθυρο του πρώτου ορόφου που έβλεπε στον κεντρικό διάδρομο του παλατιού, πέρασε τους μισοκοιμισμένους φρουρούς και τους υπηρέτες που πάλευαν να συμμαζέψουν τα απομεινάρια της κραιπάλης, χωρίς φυσικά αυτοί να αντιληφθούν το παραμικρό, ανέβηκε την τεράστια πέτρινη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στα βασιλικά καταλύματα και έφτασε στο δωμάτιο που φιλοξενούνταν ο άρχοντας της Ιερουσαλήμ. Όταν αυτός άνοιξε τα μάτια του το επόμενο πρωί. ανακάλυψε έντρομος το μαχαίρι των Ασσασσίνων καρφωμένο στο μαξιλάρι δίπλα στο κεφάλι του και από τη στιγμή εκείνη, ενώ σκέφτηκε να διπλασιάσει τελικά τριπλασίασε την προσωπική του φρουρά.

Οι βραδινοί σκοποί της κεντρικής πύλης και των τειχών του παλατιού, τιμωρήθηκαν με 50 βουρδουλιές ο καθένας, κατασχέθηκαν όλα τα υπάρχοντά τους και εκδιώχθηκαν με βρισιές, φτυσιές και παρά τρίχα πετροβολισμό από την υπηρεσία του βασιλιά της Οδησσού, ενώ αυτοί που βρισκόντουσαν εντός του και έφεραν την αποκλειστική ευθύνη της προστασίας των αξιωματούχων και των ευγενών οδηγήθηκαν βίαια στα πιο ανήλιαγα και βρωμερά μπουντρούμια του κάστρου και κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν.

---:---:---:---:---:---

Είχε μάθει να ζει στις σκιές, όχι μόνο με το σώμα του αλλά και με το μυαλό του. Και εκεί που είχε βυθιστεί στις σκέψεις του…

- «Με συγχωρείς άρχοντά μου, είσαι καλά;». Μια νέα κοπέλα μεταξύ 20 και 30 ετών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσώπου και περήφανη λυγερή κορμοστασιά που ήταν αδύνατο να κρυφτεί κάτω από τα τρύπια, λασπωμένα κουρέλια που την περιέβαλαν, σχεδόν χαμογελαστή μα με ένα ίχνος ανησυχίας ίσως και ενδιαφέροντος στο βλέμμα, στεκόταν δίπλα του.
- «Χάσου από ‘δω», είπε αγριεμένος και χαμήλωσε πάλι το κεφάλι του.
- «Όχι δεν φεύγω! Από τα πλευρά σου τρέχει αίμα. Χρειάζεσαι βοήθεια.», επέμεινε γενναία και με πολύ έντονο τρόπο, αφήνοντας στην άκρη την αρχική της ευγένεια.

Σάστισε για λίγο. Δεν το περίμενε! Κάτι τον γρατσούνισε μέσα του. «Οι Ασσασσίνοι δεν σαστίζουν ποτέ», σκέφτηκε νευριασμένος με τον εαυτό του και έπιασε με το αριστερό του χέρι ένα από τα μαχαίρια της ζώνης του…
- «Δεν χρειάζομαι τίποτα! Εξαφανίσου γιατί μα τον μέγα δάσκαλο δεν θα προλάβεις να ξαναπατήσεις στεριά!». Δεν είχε σκοπό να την σκοτώσει, απλά να τη τρομάξει.
- «Δεν πάω πουθενά! Κάνε ότι θες. Με χρειάζεσαι!»

Με μια απίστευτη έκρηξη σηκώνεται όρθιος και την αρπάζει γερά από τους ώμους. Το βλέμμα του μπλέκεται με το δικό της. Τον κοιτάζει ίσια στα μάτια, δεν τον φοβάται! Πώς είναι δυνατόν να μην τον φοβάται; Η κουκούλα έχει γύρει στην πλάτη του και δεν του κρύβει πλέον το πρόσωπο. Ένας φρικτός πόνος, δίπλα στην καρδιά. τον κάνει να αγγίξει με το δεξί του χέρι τα πλευρά του. Νιώθει ελαφρύς… Σκοτάδι…



ΚΩΔΙΚΑΣ – ΑΡΧΗ 2Η
«Ποτέ μη βλάψεις τους αθώους»

Το σκοτάδι βαθύ στις σκιές της πόλης. Θέλει καμιά ώρα ακόμη να χαράξει. Ο ρουφιάνος της νύχτας, κατά την παράδοση των Ασσασσίνων, στέκει ολόγιομος στα τρία τέταρτα του ουρανού, έτοιμος να τον καταδώσει με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά αυτός χαμογελάει. Γνωρίζει τη νύχτα καλύτερα κι απ’ την αναπνοή του…

Έχει ήδη μπήξει το μαχαίρι στο πουπουλένιο μαξιλάρι του βασιλιά και τώρα σκαρφαλώνει στον ανατολικό τοίχο του παλατιού. Πηδά από την έξω μεριά και προσγειώνεται σαν γάτα στο έδαφος με λυγισμένα γόνατα και την αριστερή του παλάμη να σπρώχνει το χώμα. Οι οξυμένες του αισθήσεις τον προειδοποιούν. Κάποιος βρίσκεται πολύ κοντά του. Η γυμνασμένη του ακοή συλλαμβάνει μια ρυθμική γρήγορη και κοφτή ανάσα να στριμώχνεται ανάμεσα στα φύλλα του θάμνου που βρίσκεται πίσω του. Τραβάει το σπαθί του και γυρίζει απότομα. Ο άνθρωπος που κρυβόταν πίσω από τα χαμόκλαδα σχεδόν εκτοξεύεται και αρχίζει να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση, καθώς όμως τα ψηλά τείχη του παλατιού κρύβουν το φως του φεγγαριού, σκουντουφλάει δεξιά κι αριστερά σε θάμνους, δέντρα και ότι άλλο βρεθεί στο δρόμο του.

Τα αυτιά κάποιων χωρικών, που εκείνη την ώρα ξυπνούσαν για τα χωράφια, έπιασαν την φασαρία και άρχισαν να κινούνται προς το μέρος του..

- «Εεε ποιος είναι εκεί;»

Βάζει το σπαθί στη θήκη του αργά και περπατώντας στις μύτες των ποδιών του μέσα απ’ τις σκιές, προσπαθεί να απομακρυνθεί από τα τείχη. «Καταραμένο παλιοχαμίνι!», σκέφτεται, «Με τέτοιο χαμό θα σηκωθούν ακόμη και τα λείψανα από τους τάφους να με κυνηγήσουν». Αρκούσε μόνο ένα τρεμοπαίξιμο του ματιού και η κοφτερή μύτη του σπαθιού του, τη στιγμή που πετάχτηκε από τον θάμνο, και θα είχε απαλλαχθεί από τούτο τον μπελά. Μα δεν μπορούσε να σκοτώσει αθώο και το γνώριζε πολύ καλά. Ο κώδικας ήταν πάνω απ’ όλα..

Κάποιος τον είδε!

- «Εε εσύ, τι θες κοντά στο παλάτι; Στάσου! Δεν ακούς;»

Μαζεύτηκαν κι άλλοι, ακούγοντας τις φωνές του πρώτου. Άρχισαν να περπατούν γρήγορα ξοπίσω του προστάζοντάς τον να σταματήσει.

Τεντώνει τα χέρια του και με ένα επιτόπιο σάλτο γαντζώνεται σε ένα ξύλινο δοκάρι που προεξείχε στο πέτρινο τοίχο, ενός πλαϊνού απ’ τα τείχη σπιτιού και ετοιμάζεται να σκαρφαλώσει προς τη σκεπή. Κάτι βαρύ και συμπαγές του σπάει δύο πλευρά και τον ξαπλώνει καταγής. Τινάζεται όρθιος. Ούτε ένας χτύπος παραπάνω στη καρδιά του… Πάει να βγάλει τα στιλέτα του, μα μόλις τα αγγίζει τα ξαναφήνει. Τρία άτομα πίσω του και δύο εμπρός του. «Πάντα πρέπει να ξέρεις που βρίσκεσαι και ποιους έχεις γύρω σου» του έλεγε ο δάσκαλός του, «η ικανότητα δεν αρκεί, χρειάζεται πάντα καθαρό μυαλό και γερακίσιο μάτι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αν θες να ορίζεις εσύ αυτά που πρόκειται να συμβούν».

Κάποιος προσπαθεί να τον αρπάξει από πίσω. Σκύβει! Τεντώνει βιαστικά το κορμί του και τον σπρώχνει με τη πλάτη του. Εκείνος από την ώθηση και μη έχοντας πουθενά να κρατηθεί, πέφτει επάνω στους άλλους δύο. Με τα χέρια του αρπάζει τους δύο μπροστινούς και με μια επιδέξια λαβή τους ρίχνει κι αυτούς κάτω! Ώσπου να σηκωθούν οι διώκτες του τον είχε καταπιεί η νύχτα…

---:---:---:---:---:---

Μόλις χαράζει… Με ένα μεγάλο σάλτο γαντζώνεται από την τεντωμένη ακόμα αλυσίδα της άγκυρας και μ’ ένα δεύτερο βρίσκεται πάνω στο κατάστρωμα του μεγάλου εμπορικού πλοίου, που εκείνη την ώρα λύνει τους κάβους και ετοιμάζεται για να βγει απ’ το λιμάνι. Με μια γρήγορη ματιά ανακαλύπτει τον κοντοπίθαρο καπετάνιο, με τα παράξενα αραιά γένια, την ώρα που αυτός έβριζε και κλωτσούσε ένα μούτσο περίπου διπλάσιό του σε ύψος και σε όγκο.

- «Αρκούν αυτά;», λέει και του πετάει ένα παραφουσκωμένο δερμάτινο πουγκί στα χέρια.
- «Μα τις χίλιες φουρτουνιασμένες θάλασσες, πως βρέθηκες εσύ δω πάνω; Δεν παίρνουμε επιβάτες αφορεσμένε. Είμαστε εμπορικό πλοίο. Κατέβα γρήγορα.»
- «Δεν είναι στο χέρι σου, θα έρθω μαζί σου!», του είπε με επιβλητικό τρόπο που δεν χωρούσε αντίρρηση. «Άνοιξε το πουγκί, και μάζεψε τη γλώσσα σου.».

Ο καπετάνιος εκτελεί τις εντολές πιστά, τρομοκρατημένος στη θέα του μυστήριου άντρα με τα μαχαίρια και το σπαθί στη ζώνη. Ανοίγει το πουγκί, κοιτάζει, και μουρμουρίζει φεύγοντας προς την πρυμνιά πλευρά του πλοίου:

- «Καλά έλα, άντε να δω πόσους ξέμπαρκους θα φορτώσω σήμερα.»

…Κάθεται στις νωπές τάβλες της κουβέρτας του πλοίου με τους αγκώνες του ακουμπισμένους στα γόνατά του και το κεφάλι του γερμένο ανάμεσά τους. Η πλάτη του ακουμπάει στο πλωριό κατάρτι. Δεν είναι κουρασμένος, κι ας είναι. Δεν πεινάει, δεν διψάει, δεν νυστάζει κι ας νιώθει την ανάγκη για όλα αυτά…

---:---:---:---:---:---

Ένα δροσερό χέρι του χαϊδεύει το μέτωπο και ένα μουσκεμένο πανί του υγραίνει τα χείλια. Ανοίγει τα μάτια… Η κοπέλα του καταστρώματος είναι δίπλα του.

- «Που είμαι;»
- «Στο αμπάρι του πλοίου.», του απαντάει.
- «Τι έγινε;»
- «Λιποθύμησες. Κοιμάσαι δύο μέρες. Είχες χάσει πάρα πολύ αίμα.»

Ακουμπάει τα πλευρά του. Επάνω τους ένα πανί κολλημένο με κάποιο είδος ξεραμένου πολτού που βρωμάει ψαρίλα και ρούμι. Είναι γυμνός από τη μέση και πάνω.

- «Πού είναι τα πράγματά μου;», τη ρωτάει αγριεμένος.
- «Εδώ δίπλα, ηρέμησε. Δεν στα πήρε κανείς. Δεν άφησα κανέναν να σε πειράξει!», του δείχνει το σπαθί του και χαμογελάει επιδεικτικά!
- «Αλήθεια τι κάνεις με όλα αυτά τα όπλα;»
- «Καλύτερα για σένα να μη ξέρεις!»
- «Καλά, καλά… Τουλάχιστον θα μου πεις το όνομά σου; Αυτό νομίζω μου το χρωστάς!»

Δίστασε. Ένοιωθε ατιμασμένος και η ντροπή του τον εξόργιζε όλο και περισσότερο. Ένας Ασσασσίνος ημίγυμνος στο έλεος μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας! Μήπως άραγε ήξερε τι σημαίνει γυναίκα; Γι αυτόν ο έξω κόσμος δεν είχε φύλα. Από μικρό παιδί στο τάγμα είχε μάθει μόνο να προσπαθεί, να γίνεται διαρκώς καλύτερος, δυνατότερος, ικανότερος. Πιο σκληρός κι απ’ την πέτρα. Ποτέ του δεν είχε γνωρίσει την αγκαλιά μιας γυναίκας, ούτε καν μάνας. Ένα φυλακισμένο αγρίμι μέσα στο κελί των ίδιων του των ικανοτήτων. Κανείς δεν τον είχε εκπαιδεύσει για καταστάσεις σαν κι αυτή…

- «Altair», ψιθύρισε.
- «Εμένα Aneya. Πόσο χρονών είσαι;»
- «28»
- «Εγώ 26. Αν και λέξη λέξη, νομίζω κάναμε μια αρχή. Βλέπεις δε είναι τόσο δύσκολο!»

Ήταν καταιγιστική. Το χαμόγελό της και το θράσος της τον εκνεύριζε, αλλά παρόλο που αρνούταν να το παραδεχτεί του άρεσε κιόλας. Αδυνατούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που ένιωθε. Στα μάτια του φάνταζε σαν αφελές ελάφι που προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με το λύκο.

- «Έχεις οικογένεια;», συνέχισε απτόητη την ανάκρισή της!
- «Το υπόλοιπο μου όνομα είναι Ibn La – Ahad. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
- «Όχι τι;»
- «Σημαίνει “Γιός του κανενός”.»

Η Aneya ξεροκατάπιε και έσκυψε το κεφάλι. Για πρώτη φορά, από τη στιγμή που τον γνώρισε, πίστεψε ότι το είχε παρακάνει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έτσι ήταν. Παρορμητική και γεμάτη πάθος. Ότι ένιωθε το έκανε χωρίς δισταγμό. Και ο Altair της άρεσε, της άρεσε πολύ κι ας μην ήξερε τίποτα γι αυτόν.

- «Που πηγαίνεις;», τη ρώτησε.
- «Το σκάω απ’ τη ζωή μου!»
- «Τι εννοείς;»
- «Δεν μπορώ να σου πω, είναι πολύ μπερδεμένο. Εσύ;»

Τα μάτια του κάρφωσαν το πάτωμα. Ήρεμα, κάπως λυπημένα και για πρώτη του φορά είπε φωναχτά τη σκέψη του:
- «Εγώ, δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ τη ζωή μου…»
- «Δηλαδή;»
- «Ούτε εγώ μπορώ να σου πω…»

Σταμάτησαν να μιλάνε. Κάθισαν για αρκετή ώρα πάνω στο παλιό καραβόπανο που είχε στρώσει η Aneya δυο μέρες πριν, όταν μετέφεραν λιπόθυμο τον Altair. Η μυρωδιά της μούχλας και της σαπίλας που ανέδυε το αμπάρι, τους έκανε συχνά να κλείνουν τις μύτες τους με τα χέρια. Ακολουθούσαν για ώρα το ρυθμό του καραβιού που έπλεε πάνω στην σχεδόν ήρεμη θάλασσα. Ώσπου αποκοιμήθηκαν. Ο ένας ακουμπητά με τον άλλον…

Όταν η Aneya άνοιξε τα μάτια της, ο Altair ήταν ήδη ντυμένος. Είχε φορέσει τη λευκή κάπα με την κουκούλα που του έκρυβε το πρόσωπο και τώρα έσφιγγε στη μέση του τη κόκκινη ζώνη με τα μαχαίρια και το σπαθί του. Την πλησίασε και γονάτισε δίπλα της.

- «Φτάσαμε. Σ’ ευχαριστώ!». Ποτέ του δεν είχε ξαναπεί “ευχαριστώ”.
- «Θα σε ξαναδώ;», τον ρώτησε;
- «Δε νομίζω.»

Πήγε να σηκωθεί, αλλά τα μπράτσα της τυλίχτηκαν απότομα γύρω απ’ το λαιμό του. Το χέρι του ενστικτωδώς χούφτωσε τη λαβή του μαχαιριού του… Το στήθος της κολλημένο στο δικό του και ένας παράξενος, πολύ έντονος συντονισμός χτύπων χαλάρωσαν το σφιγμένο του χέρι. Τον φίλησε! Τα δάχτυλά του άφησαν το στιλέτο και μπλέχτηκαν στα κατάμαυρα σγουρά μαλλιά της. Την αγκάλιασε κι αυτός…

- «Ξέρεις τι σημαίνει Altair;» του φώναξε, πριν αυτός προλάβει να σκαρφαλώσει τις σάπιες ξύλινες τάβλες που οδηγούσαν στο κατάστρωμα, και πρόφερε το όνομά του με μια μακρά λατινογενή προφορά, με τρόπο που δεν το είχε ξανακούσει ποτέ του.
“Alh – taa – irr”.
- «Όχι, τι;», στάθηκε και τη κοίταξε.
- «Σημαίνει “Αυτός που πετάει”.»
- «Καλή τύχη.», της είπε και χάθηκε απ’ το βλέμμα της.

---:---:---:---:---:---

Μετά από αρκετές μέρες ταξίδι στη ξηρά έφτασε στην Ιερουσαλήμ. Εδώ, με την επιστροφή του βασιλιά από την Οδησσό, θα ολοκλήρωνε την αποστολή του.


ΚΩΔΙΚΑΣ – ΑΡΧΗ 3Η
«Ποτέ μην εκθέσεις σε κίνδυνο την αδελφότητα»

Ο κόσμος τσαλαπατιέται πανικόβλητος στην πλατεία του Ναού της Αναλήψεως. Φωνές, βρισιές, κλάματα, κατάρες διακηρύσσουν ιδιαιτέρως παραστατικά το φόνο που είχε τελεσθεί εμπρός στα μάτια τους. Ο βασιλιάς ήταν νεκρός στην άκρη της πλατείας και 4 από τους φρουρούς του, που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά του, ο καθένας σχεδόν σε κάθε άκρο του, φυλούσαν το άψυχο κορμί. Οι υπόλοιποι κυνηγούσαν τον Altair.

---:---:---:---:---:---

Είχε ήδη σκαρφαλώσει στις κεραμοσκεπές των πέτρινων σπιτιών που βρισκόντουσαν περιμετρικά της πλατείας. Οι φρουροί πάλευαν με την αχρηστία τους μπας και βρουν κάποιο τρόπο να τον ακολουθήσουν. Αφού κανείς δεν τον απειλούσε άμεσα και όλοι οι διώκτες του βρισκόντουσαν εντός του οπτικού του πεδίου, στάθηκε λίγο και κοίταξε προς την πλατεία, για να θαυμάσει το αριστούργημά του.

---:---:---:---:---:---

Οι Ασσασσίνοι εκτελούσαν τα θύματά τους πάντα δημόσια, πάντα με τις δυσκολότερες συνθήκες, αλλά και με το μεγαλύτερο κέρδος. Τα μάτια των αθώων ήταν οι καλύτεροι μάρτυρες και τα στόματά τους οι καλύτεροι διαφημιστές του έργου τους. Το όνομα του τάγματος είχε περάσει στο λαό μία συνειδησιακή αίσθηση θείας δίκης, ακριβώς λόγω των μεθόδων που είχαν υιοθετήσει τα μέλη του. Η κοινή γνώμη αργά ή γρήγορα δικαιολογούσε τα χτυπήματα τους, ακόμη και όταν δεν γνώριζαν τις αιτίες που οδηγούσαν στην επιλογή των στόχων. Η συνήθης ρήση που ακουγόταν στις χαμηλότερες τάξεις, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, ήταν: “Κάτι σοβαρό θα είχε κάνει αυτός για να τον σκοτώσουν οι φονιάδες.”. Το όνομα των Ασσασσίνων προκαλούσε τρόμο και θαυμασμό στον απλό λαό, ο οποίος ένιωθε ότι κάποιοι τον προστατεύουν και τον υπερασπίζονται.

---:---:---:---:---:---

Κοιτάζοντας προς την πλευρά του βασιλιά ο Altair παρατηρεί 2 από τους φρουρούς του, να σπρώχνουν και να χτυπούν ένα ξυπόλυτο, αδύνατο χαμίνι, με κουρελιασμένα ρούχα και μια κουκούλα στο κεφάλι. Από εκεί που βρίσκεται μπορεί να δει μόνο την πλάτη του. Όλοι τρέχουν μακριά, αυτό καταπάνω στους φρουρούς. “Παράξενο”, σκέφτηκε. Σε μια απότομη απώθηση του στρατιώτη, η κουκούλα πέφτει και πυκνά, μαύρα, σγουρά μαλλιά ξεχύνονται από μέσα της. Είναι γυναίκα. Κάτι του θυμίζει… Με μια ακόμη σπρωξιά του φρουρού βρίσκεται καταγής. Και τότε βλέπει το πρόσωπό της. Η Aneya! Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Βλέπει το ξίφος του στρατιώτη να υψώνεται πάνω από το κεφάλι της. Το μυαλό του καίγεται! “Δεν γυρνάμε ποτέ πίσω. Δεν εκθέτουμε ποτέ την αδελφότητα. Ένας Ασσασσίνος δεν συλλαμβάνεται ποτέ, ούτε πεθαίνει από χέρια απίστων”, ο δάσκαλός του ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι του. Σε κλάσματα δευτερολέπτου δίνει τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του. Οι φωνές μέσα του δολοφονούν η μία την άλλη…

Βγάζει το στιλέτο από τη ζώνη του. Απόσταση μεγαλύτερη των 30 μέτρων και αυτό καρφώνεται στο λαιμό του φρουρού με το σηκωμένο σπαθί. Σωριάζεται στο έδαφος.

Εντωμεταξύ, οι στρατιώτες που τον καταδιώκουν, έπειτα από πολύ κόπο, έχουν καταφέρει να ανέβουν στις στέγες και τον πλησιάζουν. Ούτε που τους έδωσε σημασία. Με δυο άλματα από τοίχο σε τοίχο βρίσκεται στο έδαφος, ενώ αυτοί αποσβολωμένοι τον κοιτούν. Ένας τους πετάει νευριασμένος το σπαθί του στα κεραμίδια. Ένας άλλος γελάει από οργή.

Η Aneya ξανασηκώνεται και τρέχει προς τον βασιλιά. Οι τρεις εναπομείναντες φρουροί ορμούν καταπάνω της. Τα σπαθιά τους πλησιάζουν βίαια το κορμί της. Κλείνει τα μάτια. Περιμένει… Περιμένει… Ξανανοίγει τα μάτια. Και οι τρεις κείτονται νεκροί εμπρός στα πόδια της. Κάποιος είναι πίσω της. Τον βλέπει! Γεμάτο πιτσιλιές από αίμα στην κατάλευκη κάπα του, να κρατάει σφιχτά το σπαθί στο δεξί του χέρι με τη λεπίδα κατακόκκινη.

Ούτε ένα χτύπος στην καρδιά του παραπάνω. Ούτε λαχανιασμένος. Σταθερός, απόλυτος, ακριβής.

- «Τι θες εδώ;», της λέει.
Πέφτει στην αγκαλιά του και κλαίει με λυγμούς. Το μυαλό της σε παραζάλη. Τα λόγια της κουβάρι.

- «Εγώ.., εγώ φταίω. Κι αυτοί οι άθλιοι δεν με γνώρισαν. Δεν έπρεπε να είχα φύγει από κοντά του. Το είχα σκάσει, καταλαβαίνεις; Δεν άντεχα άλλο αυτή τη ζωή. Εγώ φταίω. Και τώρα δεν θα τον ξαναδώ ποτέ!», έπεσε και αγκάλιασε τον νεκρό βασιλιά.

- «Δεν.. δεν καταλαβαίνω.», ψέλλισε ο Altair.
- «Τον πατέρα μου!», ούρλιαξε. «Κάποιος σκότωσε τον πατέρα μου.»

Άρχισε να λαχανιάζει. Οι χτύποι τις καρδιάς του πλήθαιναν διαρκώς. Το σπαθί στο χέρι του έμοιαζε ασήκωτο. Και το μυαλό του ξετύλιγε το νήμα των γεγονότων. Το χαμίνι πίσω από το θάμνο στο παλάτι της Οδησσού που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Τα λόγια του καπετάνιου: «Άντε να δω πόσους ξέμπαρκους θα πάρω σήμερα». Τα λόγια της ίδιας στο αμπάρι: «Το σκάω απ’ τη ζωή μου». Η κουκούλα τον βάραινε. Την άφησε να πέσει στη πλάτη του. Οι αχτίδες του ήλιου του κάρφωναν τα μάτια. Αν την είχε σκοτώσει στο θάμνο; Αν είχε ρωτήσει τον καπετάνιο τι εννοούσε; Αν είχαν βρει το θάρρος να μοιραστούν τις αλήθειες τους στο αμπάρι; Και το τάγμα; Ο δάσκαλος; Δες τον τώρα! Ακάλυπτος στην πλατεία και μάλιστα χωρίς την κουκούλα του. Εκθέτει την αδελφότητα. Πρέπει να συνέλθει. Ναι, πρέπει να συνέλθει. Προσπαθεί να πιάσει την κουκούλα…

Ούτε που κατάλαβε από πού ήρθε το βέλος που τον τρύπησε στην πλάτη και έξυσε την καρδιά του. Γονατίζει… Το σπαθί του πέφτει από το χέρι. Την κοιτάζει. Ίσια στα μάτια, δεν τη φοβάται πια. Την αγαπάει! Πέφτει…

Εκείνη, σε μια ενστικτώδη αντίδραση, τινάζεται επάνω του και τον πιάνει. Γονατίζει απ’ το βάρος του. Το κεφάλι του ξεκουράζεται στους μηρούς της και τα δάκρυά της του καίνε το μέτωπο.

- «Όχι κι εσύ Altair. Όχι κι εσύ αγάπη μου.». Το κορμί της τρέμει, πάλλεται σαν ψάρι έξω απ’ το νερό.

Την κοιτάζει βαθιά, όπως δεν έχει ξανακοιτάξει ποτέ του άνθρωπο. Σκέφτεται – τα χείλια του σχεδόν σχηματίζουν χαμόγελο – “Για δες ειρωνεία. Εγώ, που δεν τη γνώρισα ποτέ, ήταν γραφτό να πεθάνω μέσα σε μια γυναικεία αγκαλιά. Δοξασμένο το όνομά σου Αλλάχ!». Δεν θυσιάζει δευτερόλεπτο μακριά από το πρόσωπό της και πλημμυρισμένος από ευγνωμοσύνη ψιθυρίζει:

- «Εγώ…»
- «Τι εσύ αγάπη μου;», τον ρωτάει.

Ξέπνοος σχεδόν, μ’ ότι ελάχιστο συντηρούσε τον αχνό χτύπο της καρδιάς του, λέει:

- «Εγώ σκότωσα τον πατέρα σου.». Την φυλάκισε! Στα μάτια του, για πάντα…

Τον χτυπάει βίαια με γροθιές στο στήθος. Τον σφίγγει στο κορμί της. Τον δαγκώνει λυσσασμένα στο μάγουλο, τρέχει αίμα. Τον φιλάει στο στόμα. Μπήγει τα νύχια της στο λαιμό του, του ξεσκίζει το δέρμα! Κλαίει και ουρλιάζει. Τον φιλάει… Τον χτυπάει! Τον φιλάει…
---:---:---:---:---:---

Η γιαγιά της, βασίλισσα κι αυτή στην εποχή της, της είχε πει πριν πάρα πολλά χρόνια
πως η τελευταία πνοή των ανθρώπων γίνεται πουλί και πετάει για πάντα…

---:---:---:---:---:---

Φτύνει όση ανάσα είχε μέσα της. Σκύβει και εφαρμόζει τέλεια τα χείλια της στα δικά του. Εισπνέει βαθιά, όσον αέρα είχε απομείνει στα πνευμόνια του. Με το στόμα ερμητικά κλειστό, σφραγισμένο, σηκώνει το κεφάλι της στον ουρανό. Και – θαρρείς πως μιλάει στον άνεμο – με την τελευταία αναπνοή του αγαπημένου της να διώχνει μακριά κάθε συλλαβή, ψιθυρίζει το όνομά του:

«Alh – taa – irr» - “Αυτός που πετάει” …

8 σχόλια:

  1. Έχω Πετάξει πιο μακριά, απ'όσο μπορείς να φανταστείς.

    Ευχαριστω....
    Υποκλίθηκα αμετρητες φορες, διαβαζοντας....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γνωρίσαμε το Νίκο Σταθόπουλο μέσα από την πολύ δυνατή στιχουργική του πένα..:

    http://stixo-mythia.blogspot.com/search/label/ Σταθόπουλος Νίκος

    Τώρα μας συστήνεται και ως συγγραφέας μέσα από ένα διήγημα που σου κόβει την ανάσα..

    Νίκο ευχαριστούμε πολύ.. Περιμένουμε (εναγωνίως) νέα σου.. :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ε ρε Assassin's Creed! Τι μας έχει κάνει αυτό το παιχνίδι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ευχής έργο θα ήταν ναα διαβάσει κανείς αυτό το videogame...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καταπληκτικό. Ένα έργο τέχνης που σε αγγίζει

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. κλαψ ο αλταιερ δεν πεθανε ετσι!!!!!!!!!!!!!πεθανε απο γεραματα και επισης αυτη η κοπελα δεν υπηρχε!!!!υπηρχε η Μαρια.......!και κανανε δυο γιους μαζι.....!Αλλα κατα τα αλλα ηταν πολυ ωραια παραλλαγη....ΠΛΖΖΖΖ!Γραψε μια ιστορια με τα κανονικα στοιχεια!Νομιζω οτι θα ειναι ενδιαφερουσα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Σε παρακαλούμε γράψε κι άλλα τέτοια διηγήματα! Είναι φανταστηκά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή