Ένα πολύ δυνατό κείμενο που έγραψε ο Χριστόφορος παραμονές εκλογών, αλλά θα διατηρεί για πολύ καιρό ακόμη την επικαιρότητά του!....
Είχε πια ξημερώσει για τα καλά. Φαινόταν ότι θα ήταν μια κλασσική
καλοκαιριάτικη μέρα του Ιουνίου με την ζέστη να πλησιάζει τους 38
βαθμούς, αργότερα κατά το μεσημέρι.
Για
τα δυο ζευγάρια Γερμανών τουριστών που απολάμβαναν τον καφέ που
μοιράζονταν από ένα μεγάλο θερμός, καθισμένοι σε ένα παγκάκι εκεί στην
πλατεία Συντάγματος, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά για την ώρα.
Βέβαια ήταν παράξενο το ότι ενώ τα καταστήματα και οι καφετέριες της πλατείας ήταν ανοιχτές, έμοιαζαν να μη λειτουργούν, να μην έχουν προσωπικό και αφεντικό. Από ένα τέτοιο κατάστημα, γέμισαν το θερμός τους με καφέ που έφτιαξαν μόνοι τους εκεί. Εντάξει στην Ελλάδα ήτανε, όλα μπορούσαν να συμβούν!
Βέβαια ήταν παράξενο το ότι ενώ τα καταστήματα και οι καφετέριες της πλατείας ήταν ανοιχτές, έμοιαζαν να μη λειτουργούν, να μην έχουν προσωπικό και αφεντικό. Από ένα τέτοιο κατάστημα, γέμισαν το θερμός τους με καφέ που έφτιαξαν μόνοι τους εκεί. Εντάξει στην Ελλάδα ήτανε, όλα μπορούσαν να συμβούν!
Η πλατεία, οι δρόμοι τριγύρω, τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα από ανθρώπους
που πηγαινοέρχονταν άσκοπα. Στα πρόσωπά τους όμως μπορούσαν να
διακρίνουν μιά έκφραση που θύμιζε πεινασμένο ζώο. Άνδρες, γυναίκες και
παιδιά που τόσο νωρίς είχαν βγει στους δρόμους, έμοιαζαν να ψάχνουν κάτι
χάμω, ανάμεσα στις πλάκες της πλατείας, ή γύρω από τα δέντρα, κάτω από
τα παγκάκια.
Πολλά μωρά παρατημένα στα καροτσάκια τους ή ακόμη και χάμω έκλαιγαν γιατί ή πείναγαν ή αναζητούσαν τους γονείς τους.
«Μα τι συμβαίνει; Κάτι παράξενο πρέπει να συμβαίνει!» είπε η κατάξανθη Αννελίζε!
«Προσέξατε την έκφρασή τους; Πόσο διαφορετικοί είναι οι Αθηναίοι σήμερα;»
«Η κρίση!» είπε η Χέντα η μελαχρινή της παρέας.
Ο
Ντήτριχ ο νεότερος από όλους, πρόσεξε - και αυτό του έκανε εντύπωση-
ότι οι μεγάλες πύλες του κτιρίου της Βουλής των Ελλήνων εκεί απέναντι
ήταν ορθάνοιχτες και κόσμος μπαινόβγαινε ελεύθερα.
«Μα είναι δυνατόν να μπαινοβγαίνει τόσος κόσμος στην Βουλή έτσι ελεύθερα; Εντύπωση μου κάνει! Μέχρι χθες το μέρος ήταν ζωσμένο από αστυνομικές δυνάμεις.»
«Μα είναι δυνατόν να μπαινοβγαίνει τόσος κόσμος στην Βουλή έτσι ελεύθερα; Εντύπωση μου κάνει! Μέχρι χθες το μέρος ήταν ζωσμένο από αστυνομικές δυνάμεις.»
Την στιγμή που ετοιμαζόταν να ρωτήσει την κατάξανθη Αννελίζε αν
έβλεπε και κείνη τον κόσμο που συνωστιζόταν στις εισόδους της Βουλής,
ένας άνδρας με σχισμένο πουκάμισο και με αίματα στο πρόσωπο ήρθε δίπλα
τους, στάθηκε εκεί σε ένα δέντρο που φύτρωνε πλάι στο παγκάκι τους και
πάλευε μουγκρίζοντας να ελευθερωθεί από το παντελόνι του. Τα χέρια του
τρέμαν από την ανυπομονησία να πετάξει από πάνω του το ρούχο. Αφού δεν
κατάφερε να βρεί τον τρόπο να κατεβάσει το φερμουάρ, ουρλιάζοντας σχεδόν
και βάζοντας όση δύναμη είχαν τα χέρια του, έσχισε στα δυο το ρούχο το
έφερε στην μύτη του, το μύρισε και ύστερα το πέταξε πέρα. Παραλίγο να
προσγειωθεί στο κεφάλι της μελαχρινής Χέντα, η οποία με μια έκφραση
αηδίας τίναξε ψηλά τα χέρια της και πέταξε πέρα το βρώμικο ρούχο που
ερχόταν να την καπελώσει.
Στο
μεταξύ, ο άνδρας αφού έσχισε και το εσώρουχό του, άρχισε να ουρεί πάνω
στον κορμό του δέντρου βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης.
Οι τέσσερις Γερμανοί, οι άνδρες και γυναίκες, έμειναν εκεί αηδιασμένοι
από την μυρωδιά των ούρων του τύπου που αφού ...πότισε το δέντρο έφυγε
τρέχοντας σχεδόν, προς το κτίριο της Βουλής.
«Μα τι συμβαίνει εκεί μέσα και όλοι τρέχουν προς τα εκεί;» Ρώτησε ο Άλμπρεχτ ο μεγαλύτερος της τετράδας.
«Ιδέαν δεν έχω» απάντησε ο Ντήτριχ. «Μήπως να πάμε να ρίξουμε μια ματιά;»
«Το ίδιο θα έλεγα κι εγώ!» συμπλήρωσε η ξανθιά Αννελίζε
Σηκώθηκαν
σχεδόν ταυτόχρονα από το παγκάκι και πριν προλάβουν να απομακρυνθούν,
ένα ολόγυμνο ζευγάρι έπεσε με φόρα πάνω του και ζευγάρωναν σαν τα ζώα
εκεί μπροστά τους χωρίς καν να τους δίνουν σημασία.
Οι
τέσσερις Γερμανοί τώρα που στέκονταν όρθιοι κοίταξαν γύρω τους. Είχαν
μείνει με ανοιχτό το στόμα από το θέαμα που ξετυλιγόταν εκεί στην
κεντρικότερη πλατεία της χώρας.
Τσούρμο ιδρωμένων μισόγυμνων ανδρών και γυναικών με μια έκφραση
απόλυτης αποκτήνωσης στα πρόσωπά είχαν επιδοθεί σε μια ζωώδη εκδήλωση
εκτόνωσης σεξουαλικών ορμών. Δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα που να τους
συγκρατεί.
Το περίεργο δε ήταν ότι τους τέσσερις ξένους ούτε που τους κοιτούσαν καν. Λες και δεν υπήρχαν.
Στους δρόμους εκατοντάδες αυτοκίνητα ήταν παρατημένα στη μέση των
δρόμων πολλά είχαν ακόμη αναμμένες μηχανές. Μοτοσυκλέτες και ποδήλατα
διάσπαρτα παντού.
Ξαφνικά ένας μαζικός αλαλαγμός κάτι σαν "ληληληληληληηηη" ακούστηκε
και εξαπλώθηκε σε όλο τον χώρο γύρω τους. Ακόμη και αυτοί που
μπαινόβγαιναν στο νεοκλασικό κτίριο της Βουλής των Ελλήνων, έμειναν
ακίνητοι για μια στιγμή, ύστερα σήκωσαν σχεδόν ταυτόχρονα τα κεφάλια
τους ψηλά στον αέρα ρουθουνίζοντας, λες και κάτι τους μύριζε και αμέσως
μετά, άρχισαν όλοι μαζί να τρέχουν ουρλιάζοντας- λες και ανήκαν σε
αγέλη λύκων - προς ένα συγκεκριμένο σημείο. Το παράξενο ήταν πως μαζί
τους έτρεχαν γαβγίζοντας και πολλά σκυλιά που τριγύριζαν κι αυτά εκεί με
τις γλώσσες έξω να στάζουν σάλια.
«Μα τι συμβαίνει;» ρώτησε Χέντα μαζεύοντας τα μαύρα της μαλλιά σε
κότσο για λες και φοβόταν να μην την μπερδέψουν με τις ντόπιες γυναίκες
που οι περισσότερες είχαν το ίδιο χρώμα μαλλιών με το δικό της.
«Πάμε να δούμε!» είπε αποφασιστικά ο Άλμπρεχτ. Ο μεγάλος της παρέας.
Προχώρησαν
κατά εκεί που έτρεχαν αλαφιασμένοι, άνθρωποι, σκυλιά, αλλά και γάτες
ακόμη. Τα περιστέρια που συνήθως βρίσκονταν στη πλατεία είχαν
εξαφανιστεί. Διαμελισμένα κουφάρια τους, ήταν διάσπαρτα στα παρτέρια της
μεγάλης πλατείας. Τα περιστέρια αποτελούσαν από ότι μπορούσαν οι
τέσσερις ξένοι να αντιληφθούν το αγαπημένο "σνάκ" των παιδιών που
γελώντας μασουλούσαν με απόλαυση ωμά μπουτάκια περιστεριών, αφήνοντας
το αίμα να σταλάζει πάνω στα ήδη διαλυμένα και βρώμικα τους ρούχα.
Όταν έφτασαν εκεί που μόλις μέχρι χθες το πρωί ακόμη, υπήρχαν
ζαχαροπλαστεία και καφετερίες, εκεί απέναντι από την Βουλή, είδαν ένα
τεράστιο φορτηγό που στεκόταν στη μέση του δρόμου και πέντε-έξη εργάτες
που μιλούσαν κάποια σλαβική γλώσσα να στέκονται πάνω σε έναν τεράστιο
σωρό ωμών κομματιών κρέατος γελώντας κοροϊδευτικά.
Με στυλ... δισκοβόλου πέταγαν μεγάλες ματωμένες μερίδες στον κόσμο που είχε μαζευτεί γύρω από το αμάξι, αλαλάζοντας ασταμάτητα. Τα γέλια των εργατών πάνω στο φορτηγό δυνάμωναν καθώς έβλεπαν τους Αθηναίους να παλεύουν σαν κτήνη μεταξύ τους και να συνορίζονται ακόμη και με τα σκυλιά, για το ποιος θα αρπάξει πρώτος τα κομμάτια που τους πετούσαν.
«Τι αστείο αλήθεια!» είπε ένας από αυτούς στη γλώσσα του. «Οι Έλληνες έγιναν σαν τα σκυλιά τους ή τα σκυλιά έγιναν σαν τους Έλληνες χα χα χα !» Γέλασε σαρκαστικά καθώς αναγνώρισε ανάμεσα σε αυτούς που χοροπηδούσαν γυμνοί να βουτήξουν κανένα κομμάτι κρέας και τον μέχρι χθες εργοδότη του!
Με στυλ... δισκοβόλου πέταγαν μεγάλες ματωμένες μερίδες στον κόσμο που είχε μαζευτεί γύρω από το αμάξι, αλαλάζοντας ασταμάτητα. Τα γέλια των εργατών πάνω στο φορτηγό δυνάμωναν καθώς έβλεπαν τους Αθηναίους να παλεύουν σαν κτήνη μεταξύ τους και να συνορίζονται ακόμη και με τα σκυλιά, για το ποιος θα αρπάξει πρώτος τα κομμάτια που τους πετούσαν.
«Τι αστείο αλήθεια!» είπε ένας από αυτούς στη γλώσσα του. «Οι Έλληνες έγιναν σαν τα σκυλιά τους ή τα σκυλιά έγιναν σαν τους Έλληνες χα χα χα !» Γέλασε σαρκαστικά καθώς αναγνώρισε ανάμεσα σε αυτούς που χοροπηδούσαν γυμνοί να βουτήξουν κανένα κομμάτι κρέας και τον μέχρι χθες εργοδότη του!
Γυναικεία
ουρλιαχτά, αγριοφωνάρες και μουγκρητά, γαβγίσματα σκύλων, ήταν λες και
βρισκόσουν σε ζωολογικό κήπο που όμως πουθενά δεν ακουγόταν μια κανονική
...ανθρώπινη λαλιά ή λέξη.
«Κοίτα πως κατάντησαν οι Γκρήτσκυ (Έλληνες) μεσα σε μια νύχτα! Ζώα έγιναν!» έλεγαν περιφρονητικά οι .. διανομείς ωμού κρέατος!
«Τι αηδία! Πάμε να φύγουμε απ εδώ!» είπε η Αννελίζε τινάζοντας το
ξανθό μαλλί της για να αποτινάξει από πάνω του, τυχόν σταγόνες αίματος.
«Πάμε να δούμε τι γίνεται εκεί στην Βουλή τους.» είπε ο Αλμπρεχτ. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι έχει συμβεί στην πόλη αυτή!»
«Οκέι! Δίκιο έχεις θα πρέπει κάτι το πολύ σοβαρό να έχει γίνει! »
πρόσθεσε η Χέντα που άλλο δεν ήθελε από το να φύγουν αμέσως κείνο το
απαίσιο μέρος που μύριζε αίμα, ιδρώτα, ούρα και σάπιο κρέας.
«Μα ποιος έχει οργανώσει την μοιρασιά του κρέατος;» ρώτησε ο Ντήτριχ
«Φαντάζομαι κάποια υπηρεσία του ΟΗΕ!Που να ξέρω!» απάντησε ο Άλμπρεχτ.
Προχώρησαν
με προσοχή, προς την Βουλή, ενώ δεκάδες ημίγυμνα αλαλάζοντα πλάσματα με
έκφραση πεινασμένου ζώου, τους προσπερνούσαν και έτρεχαν προς το
φορτηγό.
«Τι παράξενο!» είπε η Χέντα «Δεν υπάρχει ούτε αστυνομία, ούτε κανενός είδους ασφάλεια σε ένα μέρος όπως η Βουλή της χώρας!»
Κι
όμως υπήρχαν ένα σωρό αστυνομικοί και άλλα όργανα της τάξης που έχοντας
πετάξει τα όπλα τους έτρεχαν κι αυτοί μαζί με τους άλλους να πάνε εκεί
που ήταν το φορτηγό με το κρέας.
Φτάσανε στην κεντρική πύλη της Βουλής και αφού περίμεναν να αποσυμφορηθεί κάπως ο χώρος, κατάφεραν και μπήκαν μέσα.
Το εσωτερικό του όμορφου κτιρίου ήταν δροσερό. Ήταν φανερό πως
λειτουργούσαν τα κλιματιστικά. Τα φώτα ήταν αναμμένα. Προχωρήσανε σε
έναν μακρύ διάδρομο που από δεξιά κι αριστερά είχε γραφεία. Οι πόρτες
όλες ήταν ανοιχτές και σε πολλά από τα γραφεία υπήρχαν άτομα που
ζευγάρωναν ασύστολα στους καναπέδες ή και χάμω στο πάτωμα.
Η Αννελίζε αναγνώρισε ανάμεσα σε αυτούς που περιφέρονταν στους
διαδρόμους κάποιον που της θύμισε κάποιον. Ίσως να ήταν κάποιος
πολιτικός που είχε δει στην τηλεόραση.
«Αλμπρέχτ» ψιθύρισε« αυτός δεν είναι ο πρώην πρωθυπ.....;»
«Σςςς» της έκανε ο Αλμπρέχτ «οι περισσότεροι είναι πολιτικοί! Μα τι πάθανε;»
Η Χέντα εκείνη την στιγμή τους έκανε νόημα να την πλησιάσουν. Βρίσκονταν μάλλον στο καφενείο της Βουλής.
Άνδρες και
γυναίκες εκεί άδειαζαν από τα ράφια του μπαρ, διάφορες φιάλες με ποτά
στο πάτωμα. Μερικοί, άγαρμπα προσπαθούσαν να πιούν από τα μπουκάλια.
Σε μια γωνιά όμως υπήρχε μια μεγάλη οθόνη τηλεοράσεως που δούλευε.
Η Αννελίζε πήρε το τηλεκοντρόλ και άρχισε να αλλάζει κανάλια μέχρι που βρήκε την Ντόϊτσε Βέλλε -DW-!
Ακούγοντας την γλώσσα τους και τέσσερις στράφηκαν προς την συσκευή.
Έβλεπαν στην
οθόνη σχεδόν τα ίδια που είχαν δει και έξω. Φαίνεται όμως πως- σύμφωνα
με τα ρεπορτάζ του καναλιού- ότι το ίδιο συνέβαινε σε όλη την χώρα.
Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε σε συνέντευξη τύπου η Καγκελάριος της
Γερμανίας. Δεκάδες τα φλας που άστραψαν. Ασφυκτικά
γεμάτος από δημοσιογράφους χώρος.
Οι
τέσσερις τους, στάθηκαν εκεί στο καφενείο της Ελληνικής Βουλής, σχεδόν
χωρίς να ανασαίνουν για να την ακούσουν. Δεν είπε και πολλά η
Καγκελάριος. Με σεμνό και ταπεινό ύφος ανακοίνωσε:
«Μετά το αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου, στην Ελλάδα, και
αφού έχει καταμετρηθεί το 97,6% των ψήφων το αποτέλεσμα έδειξε ότι οι
Έλληνες δεν ψήφισαν με τον τρόπο που θέλαμε εμείς και οι δανειστές της,
με τον τρόπο που τους υποδεικνύαμε τόσο καιρό, παρόλο που διαρκώς
επισημαίναμε τους κινδύνους που θα είχει μια άφρονα στάση του Ελληνικού
λαού, στις εκλογικές του επιλογές. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για
οποιαδήποτε άλλη χώρα αθετεί τις υποχρεώσεις της.
Για τον λόγο αυτό - όπως είχαμε υποχρέωση- και για να προστατεύσουμε
τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και το Ευρώ θέσαμε σε
λειτουργία τον μηχανισμό διαγραφής του χρέους της χώρας αυτής.
Παράλληλα εφαρμόσαμε άμεσα και τον μηχανισμό διαγραφής της χώρας! Το μεγάλο επιστημονικό επίτευγμα της πατρίδας μας! (χειροκροτήματα)
Η Griechenland δεν υπάρχει πια! (έντονα χειροκροτήματα)
Με
την κίνηση μας αυτή καταφέραμε να δημιουργήσουμε τον πρώτο κενό χώρο
στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Μετά από συμφωνία με τους εταίρους
μας αλλά και τους συμμάχους μας η κενή περιοχή που δημιουργήθηκε θα
ονομαστεί "ALPHA REGION" ! Με αυτόν τον τρόπο τιμούμε και την χώρα που
διαγράφηκε καθώς χρησιμοποιούμε το πρώτο γράμμα του αλφαβήτου της.
Ευχαριστώ πολύ.»
Θερμότατα χειροκροτήματα συνόδεψαν την καγκελάριο μέχρι την έξοδό της από την αίθουσα.
Οι τέσσερις Γερμανοί στο καφενείο της Βουλής έμειναν ακίνητοι σαν
υπνωτισμένοι για λίγο. Ο Άλμπρεχτ έβηξε σαν να ήθελε να τους ξυπνήσει.
Αμίλητοι, πήραν τον διάδρομο που έβγαζε προς την έξοδο. Μόλις βγήκαν στο
περιστύλιο της Βουλής σήκωσαν τα μάτια και κοίταξαν και
οι τέσσερις ταυτόχρονα την Ακρόπολη, απέναντι.
Η Αννελίζε σήκωσε το δεξί της χέρι και έδειξε κατ' εκεί:
«Ist das Alpha Region auch?» (είναι και αυτό εκεί Alpha Region;)
Κανείς δεν της απάντησε!
Χριστόφορος Παπαχαραλάμους
Άγνωστη Διάσταση
Η απαράμιλλη πένα του Χριστόφορου, κατέγραψε έναν εφιάλτη. Απέχουμε, παρεούλα μου, πόσο από αυτήν την φανταστική καταγραφή;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαράζι το 'χω να σε ι δω να μου χαμογελάσεις, και να μου πεις σκιάς ένα γεια Ομπρός μου σαν περάσει
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίσαι αριστοουργηματικός κλέφτης! Με άλλα λόγια χαίρεται κανείς να τον κλέβεις! Εξαιρετική η εικόνα που διάλεξες να βάλεις! Πραγματικά απεικονίζεις την αίσθηση που είχα όταν έγραφα το κομμάτι αυτό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοτέ και κανείς δεν κατάφερε να διαγράψει τούτον εδώ τον τόπο,όσο κι αν προσπάθησε γιατί το προσπάθησαν πολλοί ανά τους αιώνες...επιπλέον αν υποθέσουμε πως γινόταν κάτι τέτοιο,αν μπορούσε κάποιος να διαγράψει ένα έθνος, ένα κράτος,την Ελλάδα,τότε αγαπητέ Χριστόφορε και με όλο το σεβασμό,οι εικόνες που δημιούργησες ανήκουν μάλλον στο μεσαίωνα,σε άλλα έθνη και εποχές...ο Έλληνας δεν είναι έτσι,δε θα αντιδράσει έτσι και δε θα οδηγηθεί στον ευτελισμό ηθών και αξιών...τουλάχιστον ομιλώ για τους Έλληνες στην πλειοψηφία τους...Ούτε στην υπερβολή του δεν μπορεί να ταιριάξει ένα τέτοιο σενάριο με την πατρίδα μας.Μα τελικά τόση αξία και σημασία δίνουμε στη δύναμη των μεγάλων της Ευρώπης?Τέτοιος φόβος πια?
ΑπάντησηΔιαγραφήXριστόφορε ανατρίχιασα όταν το διάβασα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριγράφεις έναν εφιάλτη που μπορεί να μοιάζει 'αλλόκοτος' (όπως άλλωστε και όλοι οι εφιάλτες) και απόμακρος ως πιθανότητα από το παρόν και τον πολιτισμό μας με μία πρώτη ματιά - με έκανε όμως να αναρωτηθώ πόσο πραγματικά απέχουμε από τέτοιες εφιαλτικές εικόνες σήμερα...
Πόσο μακριά μας άραγε είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος - απ' τον οποίο υποψιάζομαι ότι άντλησες πολλές από τις εικόνες σου; Πόσο μακριά από εμάς είναι η υποσαχάριος Αφρική και τα ανθρώπινα ράκη της πόσο μακριά είναι από τον δικό μας πολιτισμό που τα γεννά; Και πόσο μακριά από τις εφιαλτικές σου εικόνες βρίσκεται άραγε η καθημερινότητα στο κέντρο της Αθήνας με τους ανθρώπους που μαχαιρώνονται για ένα παγκάκι και στριμώχνονται πάνω από έναν κάδο σκουπιδιών;
Δεν ξέρω... Ίσως και να μην είναι στις προθέσεις σου να απαντήσεις σε όλα αυτά με το διήγημά σου...
Ας μην ξεχνάμε πως η Μεγάλη Τέχνη δεν δίνει απαραίτητα απαντήσεις, αλλά σκάβει βαθιά και γεννά τα Μεγάλα Ερωτήματα!...
Ένα μεγάλο προσωπικό ευχαριστώ που δέχθηκες να το μοιραστείς με τους αναγνώστες της Στιχο-Μυθίας!... Κάθε σου ανάρτηση μας προβληματίζει και μας πλουτίζει, αν μη τι άλλο, σε στοχασμό – κι αυτό είναι ανεκτίμητο!
Ευχαριστούμε!!