Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Ο Διάβολος έπινε Heineken



Τον είδα  στ’ αλήθεια.

Ήταν ένα απόγευμα σε μια από αυτές τις παραθαλάσσιες καντίνες, που΄ χουν  παχιές καλαμωτές για ίσκιο, πάνω σε βαμμένες γαλάζιες κολώνες.

Αυτές οι καντίνες ηταν πάντα η απόλυτη εικόνα που εχω για το  καλοκαίρι.

 Αν καποιος με ρωτήσει τι είναι για μενα το καλοκαίρι και κλείσω στιγμιαία τα ματια μου, μια τέτοια, μια ακριβώς ίδια,  παραθαλάσσια καντίνα θα  μου ρθει στο μυαλό.

     Παράγκα πανω στην ακτογραμμή, φτιαγμένη από διάφορα υλικά με προσθήκες από χρόνο σε χρόνο, τρία Π βαμμένες γαλάζιες κολώνες με καλαμωτές και πορτοκαλί μικροί ανεμόμυλοι της φτήνιας να γυρνούν σα λυσσασμένοι από το αεράκι, παγωμένες μπύρες από ψυγεία ξέχειλα στον πάγο,  και ατέλειωτο σκότωμα χρόνου.
     .. τωρα που τα λέμε, πρέπει βέβαια, να τονίσω,  ότι ακόμα δεν έχω καταλάβει πως ακριβώς βρέθηκα εκεί…
σε αυτήν ακριβώς την καντίνα.

     Το μονο που ξερω είναι ότι ήμουν, στο γραφείο που δουλεύω υπάλληλος, ντάλα καλοκαίρι , με ένα κλιματιστικό της κακιάς ώρας απέναντι μου που σφυρίζοντας μου ‘στελνε εκδικητικά μολυσμένο αέρα,  στοιβαγμένος στη χαρτούρα  και τις υποχρεώσεις της μέρας, όταν ανοιγόκλεισα τα μάτια μου.

     Θυμάμαι σίγουρα πως, πριν τα κλείσω ήμουνα καθισμένος στο γραφειο,
Θυμάμαι επίσης πως όταν όμως τά’νοιξα βρέθηκα ξυπόλητος μπροστά στην καντίνα.
 Και τότε τον είδα.

     Ήταν καθισμένος σε ένα τραπεζάκι προς το πλάι και από τα άδεια μπουκάλια, κατάλαβα αμέσως , πως είχε πιει ήδη τρεις μπύρες.

Σαστισμένος κοιτάζω δεξιά και αριστερά και βλέπω άλλον ένα θαμώνα.
¨Ένα ντόπιο μάλλον γεροντάκι , σε άλλο τραπέζι να πίνει ούζα.
Ο καντινιέρης μπαινόβγαινε με μια λιγδιασμένη πετσέτα στο χέρι..

Πως ήταν δυνατόν ?
κανένας δεν είχε παρατηρήσει ότι σε ένα τραπέζι, δίπλα τους, σε απόσταση αναπνοής,  καθόταν ο Διάβολος  ο ίδιος ?

Αυτόματα σκέφτηκα ότι πάλι βλέπω περίεργο όνειρο….΄
Όσο πέρναγαν τα δευτερόλεπτα όμως, η παγωμένη μου ραχοκοκαλιά μου ψιθύριζε κάτω από τα ρούχα ότι δεν είμαστε σε όνειρο..

Τον ξανακοίταξα καλύτερα.
είχε ένα μικρό μυτερό μουσάκι στο πιγούνι, χωρίς μουστάκι, κόκκινα αλλά όχι κατακόκκινα μάτια και μεγάλα ρουθούνια.
     Ακριβώς όπως δηλαδή πάντα τον φανταζόμουν, άλλη μια καταχωνιασμένη στο υποσυνείδητο μου εικόνα - υπόλειμμα μάλλον από ταινία  Β διαλογής.

Μες την θολούρα του μυαλού μου, το μόνο που σκεφτόμουν τρομαγμένος, ήταν πότε τον μελέτησα για τελευταία φορά..

     Ήταν ,πριν από κάνα δυό ώρες , όταν μου ακούμπησαν στο γραφείο ένα πάκο  καινούρια χαρτουρα , με την σφραγίδα ‘Προς Καταχώρηση’ , και  με την κλασσική προσταγή ,  ‘Σήμερα…!!!’ στα μάτια αυτού που μου τα έφερε, άτυπο συμπλήρωμα στην σφραγίδα.
    Μόλις απομακρύνθηκε λιγο ο μικρός αυτός Δικτάτορας, ξεστόμισα
‘ γαμώ το γέρο διάολο, θα πεθάνω εδώ μέσα μου φαίνεται..’

-Ρε Θανάση, πιάσε άλλες δύο…

     Είπε σαν κλασσικός θαμώνας στον μαγαζάτορα και γυρνώντας προς εμένα, μου κανε νόημα με το χέρι του να κάτσω στην καρέκλα δίπλα του…

Πάγωσα, ή μπορεί και να  κατουρήθηκα πάνω μου…

    Κοίταξα πίσω σαν βλάκας , ελπίζοντας να κοιτάζει κάποιον ή κάτι άλλο,
 ενώ συνέχιζε να μου κάνει νόημα να κάτσω.

    Ξεκίνησα διστακτικά , ξεροκαταπίνοντας, την στιγμή που ο Θανάσης , έφερνε δυό παγωμένες Heineken.

    Μόλις έκατσα, συνειδητοποίησα ότι από το μοναδικό ηχείο του ονειρεμένου μου ‘καταστήματος’ άκουγα την Janis Joplin, να τραγουδάει ‘Dont you cry…’ με την σερνάμενη φωνή της ,εκείνη που κάνει το κομμάτι να μην  θέλεις ποτέ τελειώσει, εκείνη που δεν μπορεί να την αντικαταστήσει καμμιά άλλη στο συγκεκριμένο τραγούδι..
    
     Υπο άλλες συνθήκες, η όλη φάση, με την καντίνα και τη μουσική θα ηταν εντελώς ονειρεμένη….ότι ακριβώς δηλαδή ονειρεύεται ένας σαραντάρης, χαμηλόμισθος υπάλληλος, κατά το δωδεκάωρο που τον πηδάνε για πενταροδεκάρες και εκείνος μάλιστα τους μιλάει στον πληθυντικό..

-Σας ευχαριστούμε που μας πηδήξατε και σήμερα....!!! 
…Όχι..όχι ..τί λέτε..!! σας παρακαλω…
Κρατήστε τα χρήματα σας …Σας κερνάμε εμείς σήμερα…
….

-έλα γειά μας…..!! μου αποκρίνεται, με ειρωνικό χαμόγελο.
Εκείνο ακριβως το ειρωνικό χαμόγελο που θα μπορουσε να εχει ο Διάβολος, λέγοντας ‘’Γειά μας..’’

-γειά μας…απαντω  και δεν είμαι σίγουρος εάν η φωνή μου βγήκε, αλλά νομίζω την άκουσα.
Κατέβασα μια γερή παγωμένη γουλιά, τρέφοντας στο πίσω μερος του μυαλού μου, μια μικρή ελπίδα η αίσθηση της παγωμένης μπύρας  να με ξυπνήσει, να με φερει πισω στην πραγματικότητα..

Δεν συνέβη απολύτως τίποτα, πέραν της απόλαυσης του καψίματος στο λάρυγγα..
  
-Σε φώναξα να κάτσεις, γιατί είσαι ο μόνος εδώ και χρόνια που με κατάλαβε αμέσως. Με την πρώτη ματιά. Το είδα στο βλέμμα σου..

-Δηλαδή έρχεστε…κομπιάζω και νομίζω ότι ο ενικός ταιριάζει καλύτερα....
 έρχεσαι  καιρό εδώ ? ψέλλισα

-Από όταν άνοιξε,  αν και πολλά χρόνια πριν καθόμουνα σ’ αυτήν την ξέρα εκεί δίπλα με τον φάρο

Κοιτάζω  εκει που δείχνει και βλέπω ένα τσιμενταρισμένο βράχο, καμιά εκατοστή μέτρα μακριά στην άκρη της παραλίας, με έναν διαλυμένο Φάρο επάνω του.. αντί για τζάμια είχε σκουριασμένες λαμαρίνες και ηταν γραμμένα επανω του με σπρέι , συνθήματα  που δεν έβγαζα από μακριά τι ακριβώς λένε.

 Κοίταξα γρήγορα το τοπίο γύρω μου , μπας και καταλάβω που ‘στο διάβολο’ ήμουν…δεν εβγαλα άκρη.

-Μάλιστα , του απαντάω, κουνώντας το κεφάλι μου με χαζή κατάφαση, τάχαμου αδιάφορα, κυρίως γιατι φοβόμουνα την συνέχεια της κουβέντας. Νομίζω μια κουβέντα με τον Διάβολο, όσο και φιλική να είναι, αποκλείεται να έχει, για μενα τουλάχιστον, καλή κατάληξη…

-Εσύ πως από δώ ? ρώτησε, μετά από μια μεγάλη γουλιά μπύρας. Τα ρουθούνια του ψιλοκάπνιζαν, νομίζω..
 -Να σου πω την αλήθεια , δεν ξέρω…
ξαφνικά…..
ήμουν και….δούλευα….
….και κάπως…..
Δηλαδή  ,δεν ξέρω….... βρεθηκα εδώ…

Προσπαθούσα ταυτόχρονα και γω να καταλάβω , τι εχει γίνει….σίγουρος πλέον πως δεν ήταν όνειρο..
Τουλάχιστον σε κανένα μου άλλο όνειρο δεν ειχα πιεί τόσο κρύα μπύρα.

Τα λόγια μου ‘βγαιναν μασημένα και με κάπως διαφορετική χροιά φωνής….τελείως ψαρωμένος…. σίγουρα ακουγόμουνα σα μαλάκας..
Κρατούσα την μπύρα μου και την στριφογύρναγα νευρικά στα χερια μου. Την είχα ήδη ζεστάνει….κρίμα

Ο άλλος θαμώνας, ο γεροντάκος  με το ούζο, ούτε που κοίταζε, κρατούσε τσιγάρο στα κίτρινα του δάχτυλα με το βλέμμα του τοποθετημένο κάπου απροσδιόριστα.

-Καλά δεν έχει και σημασία πως ήρθες…μην το σκαλίζουμε δηλαδή. Αυτό που εχει σημασία είναι που εισαι εδώ και θα ανταλλάξουμε καμιά κουβέντα, γιατί το γεροντάκι δίπλα, έχει να μιλήσει από το 47’
   -Μπά, πώς και έτσι ? ρώτησα, μπας και τραβήξω την κουβέντα αλλού και αποφύγω έστω για λίγο ,τη μοιραία κατάληξη μας τέτοιας  κορυφαίας συνάντησης.
 -Ήταν κάποτε , υπαρχηγός σε ομάδα ανταρτών , στα βουνά εδώ από πάνω , τον πούλησαν οι δικοί του , αυτόν και τον αρχηγό τους και αδερφικό του φίλο, τους πιάσαν οι άλλοι, αυτός βγήκε ζωντανός, ο φίλος του όχι…και έκτοτε δεν ξαναμίλησε…...
Δηλαδή και να μίλαγε , δεν θα μου έλεγε και κάτι καινούριο…
Άλλη μια από τις γνωστές ιστορίες μεταξύ ανθρώπων….
άλλοι τα λένε βάσανα, άλλοι κακιά ώρα, άλλοι βρίζουν την τύχη τους και κάποιοι  αφού καταλάβουν ότι δεν είναι τιποτε από τα παραπάνω αλλά πως όλα ότι κακό συμβαίνει και η κάθε κωλοκατάσταση  είναι  κυριώς ενέργειες μεταξυ των ανθρώπων, μάλλον παύουν πλέον να μιλούν…ή  καποιοι φουντάρουν.. γιατί είναι μεγάλο το βάρος αυτής της συνειδητοποίησης.. απο αυτά δηλαδή που καλυτέρα να μην τα ξέρεις…

-Μμμμ, έκανα κατεβάζοντας την χλιαρή μου πλέον μπύρα..
 --
-Και μην νομίσεις ότι για κάτι τέτοιες καταστάσεις, ευθύνομαι εγώ και οι δικοί μου…αλήθεια σου λέω , μην το νομίσεις..
Εμείς δεν κάνουμε τέτοια.. ποτέ δεν κάναμε
Αυτά τα κάνουν μονον οι άνθρωποι μεταξύ τους.

Έχω μείνει σαν αποχαυνωμένος και τον κοιτάζω.
Από την μία μεριά , κανένα μου εγκεφαλικό κύτταρο δεν μπορεί να δεχτεί τι συμβαίνει, τι ακριβώς κάνω εκείνη την στιγμή και από την άλλη  βλέπω να έρχεται λογοδιάρροια…την αναγνωρίζω από μακριά εδώ και χρόνια…Τι ‘διάολο’ γίνεται ? σκέφτηκα …

-εμείς λοιπόν αδερφέ μου, που μας κατηγορούν για τα πάντα, για όλα τα δεινά του μικρού αυτού  πλανήτη, δεν είμαστε τίποτα άλλο από αθώοι φαρσέρ.
 -Φαρσέρ…, λέω με κατανόηση.
 -Ναι αδερφέ μου , φαρσέρ…
Ίσως όχι πάντα αθώοι, αλλά φαρσέρ…
 εμείς δεν κάνουμε χοντράδες, ούτε δημιουργούμε πραγματικά δράματα….
…Εμείς…..
….άντε καμιά πλάκα.. θα κουνήσουμε την καρέκλα πριν κάτσει κάποιος, θα βάλουμε καμιά απόκοσμη φωνή στα σκοτάδια στους φοβητσιάρηδες που το παίζουν αντράκια, τέτοια πράματα κάνουμε μείς….
 Οι παρεμβάσεις μας, έχουν να κάνουν με το χιούμορ.. με το χιούμορ που μπορεί να κρύβει μια κατάσταση….είμαστε κυνηγοί χιούμορ…το ψάχνουμε σαν ναρκωτικό κάθε μέρα…..υπάρχουμε όσο υπάρχουν οι φάρσες….ζούμε από αυτές και αυτές υπάρχουν επειδή ζούμε εμεις…
--
-Μάλιστα…κουνάω το κεφάλι..
 -Ή άντε, εγώ που εχω απομείνει μάχιμος φαρσέρ, γιατί οι περισσότεροι  δικοί μου, τα βαριόσκυλα, ούτε που κουνιούνται πλέον, στην αναζήτηση του ιδανικού χιούμορ, που  πλέον είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, πίστεψε με…, κάνω και τίποτα πιο προχωρημένο, αδερφέ μου…
 -δηλαδή ?
 -κάτσε να σου πώ καμιά που μου ρχεται στο μυαλό..
Μμμμ….
Αααα…!!!
Να..για παράδειγμα…
..ρίχνω κάνα ψεύτικο πεφταστέρι μπροστά σε ερωτευμένους, για να τους ακούσω να εύχονται  να ναι πάντα μαζί
 Χρχρχρ…και γελάει πραγματικά σατανικά,  με αυτό που είπε.
 ή
κάνω επισκέψεις μεταμφιεσμένος σε τσίτσιδο άγγελο, σε θρησκόληπτες γριές και τους χορεύω πρόστυχα σε μπάρα…χρχρχρ…
…πίστεψε με, μετά  φανατίζονται περισσότερο....είπε διαβολικά..

Σοβάρεψε λίγο η φάτσα του ξαφνικά, ανακάθισα στιγμιαία εγω λίγο πιο μεσα στην καρέκλα μου..η μπύρα μου πλέον ήταν σούπα..
φαινόταν καλός τύπος σκέφτηκα, αλλα η τρομάρα που ένιωθα δεν περνούσε

-…Βέβαια κάποιες φορές, το πάω ακόμα ποιο πέρα το πράγμα…στις μη κωμικές φάρσες.. στις φάρσες που θα μείνουν μόνον μεταξύ εμένα και αυτού που επισκέπτομαι….. που συνήθως πρόκειται για φάρσα – τιμωρία..
Αυτές συνήθως συμβαίνουν , σε έναν κόσμο που δεν είναι ούτε ο δικός μου, ούτε ο δικός σου…είναι κάτι άλλο…σαν, ας πούμε, το τώρα που είσαι εδώ…ούτε όνειρο , αλλά ουτε και αλήθεια…
Και ξερεις, επειδή σου μίλησα για χιούμορ, είναι μια πολύ μεγάλη και παρεξηγημένη έννοια…το χιούμορ δεν εχει να κάνει απαραίτητα με το γέλιο…το χιούμορ είναι κάτι άλλο..
Το χιούμορ υπάρχει  παντού… …όμως είναι πολύ καλα κρυμμένο…και μεις, οι φαρσέρ, κάνουμε ακριβως αυτό…το αντλούμε…το βγαζουμε από την αφάνεια, το αναπαράγουμε, το παμε ένα βήμα πιο πέρα…

Είχε φουσκώσει λίγο σαν κόκορας..

-Κάποιος πονηρός θάλεγε ότι δουλεύω  για να τροφοδοτώ τους Ψυχαναλυτές…χρχρχρ

Η λογοδιάρροια του καλά κρατούσε…

-λοιπόν οι αγαπημένες μου είναι αυτές που σε κάνουν να χάνεις στιγμιαία το μυαλό σου…
και πρέπει να σου πώ αδερφέ μου, αφού πλέον βρεθηκαμε και από κοντά, ότι εχω ευχαριστηθεί παρα πολύ αυτές που εχω κάνει σε σένα….
 -εμένα ?? βαζω τον δείκτη μου στο στέρνο μου και ανοίγω ένα στόμα σαν χάνος…
 -Ναι, εσένα φιλαράκι μου…σε έχω βασανίσει πολύ νομίζω και ισως , αν και δεν το περίμενα να βρεθούμε,  ήρθε η στιγμή να σου ζητήσω συγγνώμη …
 -για πές δηλαδή..!!!

-Ρε Θανάση….!!! Πιάσε άλλες δύο…!!!

Τρία λεπτά μετά έχω φρέσκα μπυρα στα χέρια μου…

-Λοιποοοόν……εγώ φιλαράκι, σου χω δημιουργήσει ολες τις εικόνες  που χεις καταχωνιασμένες στο μυαλό σου κάπου μεταξύ ανάμνησης και φαντασίας……αυτές που μπορει να ενεργοποιηθούν με μια φράση, με μια κουβέντα που ακούς αλλά να μην ξερεις αν πραγματικά το ζησες το σκηνικό  ή όχι… Καταλαβαίνεις..??
-……..
 -Εγώ χαλάω ότι ξεκινάς  να φτιαχνεις  και μολις το παρεις χαμπάρι το ξαναφτιάχνω, Εγω σου βγαζω την μοτοσικλέτα σου από κει που την πάρκαρες, και μεχρι να ανοιγοκλείσεις τα ματια σου, χαμένος με το κλειδί στο χέρι,  την βάζω πίσω,
.. Εγώ σου πήρα τα κλειδιά  την προηγούμενη εβδομάδα, που ήσουν ταξίδι και στα ξανάβαλα πίσω μετά από εκείνη την αγωνιώδη και ,ομολογώ, εξαιρετικής ποικιλίας βρισιών, ώρα που τα έψαχνες..
Εγώ σε ταξιδευω τα βραδια , την ωρα που  κοιμάσαι σε ονειρικές διαδρομές και συ ενώ ορκίζεσαι πως δεν εχεις πάει ποτέ σε αυτά τα μερη, δίνεις οδηγίες σε ταξιδιώτες..
Εγω σου μασουλάω το έδαφος κάτω από τα πόδια σου…
Εγω σε κάνω να αισθάνεσαι αλλοπαρμένος ξαφνικά…
Εγω σου εμφανίζω  μπροστά σου χάρτες που ειχες ξεχασμενους…
Εγω κάνω το μηχανάκι σου, που είναι ένα ρημαγμένο  χρέπι , να σου δείχνει από μακρυά σαν γλυκιά κοκότα έτοιμη για όλα…

Με το στόμα ανοιχτό, το μυαλό κουβάρι να βομβαρδίζεται από διάσπαρτες εικόνες  ετών, ένα ίχνος πονοκεφάλου στα μηνίγγια, την κρύα Heineken στο χέρι και μια κάποια αίσθηση πνιγμένης αδικίας είπα πνιχτά..

-….και γιατί ρε φίλε σε μένα όλα αυτά..??

Νομίζω τα μάτια του κοκκίνισαν λίγο περισσότερο , την στιγμή που με κοίταξε.. σχεδόν έσπασα το μπουκαλι με το χέρι μου από το ανεπαίσθητο σφίξιμο και την ένταση του τρόμου…

-Γιατί είσαι ένα  χαμένο κορμί….για αυτό…!!!
 Γιατί πιτσιρικάς ονειρευόσουνα πως θα γυρίσεις τον κόσμο με δυό ρόδες, πως θα δείς κάθε κρυφή γωνία του πλανήτη, θα κολυμπήσεις σε κάθε λίμνη και κάθε ποταμό, θα αγγίξεις την ερημο αλλα και τους πάγους, θα ζείς χωρίς ταυτότητα αλλά μονο με την συνείδηση σου, θα προσπαθήσεις να συνεννοηθείς σε κάθε γλώσσα, θα κλάψεις με τις λύπες αλλά και θα γελάσεις με τις χαρές αγνώστων, θα ξερεις όλα τα αστέρια με τα μικρά τους ονόματα…
 --
Αλλά εσύ… κοίταξε τι έγινες…..δεν εχεις κανει ένα βήμα μπροστά, δουλεύεις σαν αποχαυνωμένος υπάλληλος, κάνεις τάχαμου πως φχαριστιέσαι μια μικροαστική ζωή, μολύνεις το μυαλό σου με ψευτικες τηλεοπτικές εικόνες….
Αδιαφορείς….
Και  από ταξίδια με την μοτοσικλέτα…. , αν δεν βαριέσαι πας κάνα ανούσιο διήμερο στα κοντινά, μόνο στα μέρη που χεις ξαναδεί και δεν σε τρομάζουν,
 επι χρόνια επαναλαμβάνεις τις ίδιες και τις ίδιες μαλακισμένες ιστορίες με τους φίλους σου…
Και τα βράδια πίνεις μπύρες, μονος, γιατί ουτε συ δεν αντέχεις την παρέα σου και  για να πνίξεις αυτό που μέσα σου σε κυνηγάει……κάποιο σκουπίδι μνημης σου θυμίζει ποιος θα θελες να εισαι….και σε τριγυρνάει σαν το φίδι….στον ύπνο και στον ξύπνιο σου..
Ή μηπως δεν είναι έτσι…????
Για αυτό και γώ όπου σε βρώ σε τσακίζω…..για να μην ξεχνάς….και είσαι τόσο χαμένο κορμί, που αν μπορούσα, γιατί είμαι μόνον ένας απλός φαρσέρ όπως σου ‘πα, θα σ’είχα στείλει στο διάολο…..χρχρχρχ…

Γέλασε με το τελευταίο, τα μάτια του ήταν ακόμα κόκκινα άλλα σε άλλη απόχρωση πλέον…

-…..
-…….
 -.......
και μετά απο κάνα δίλεπτο είπε,..
-Άντε να πάρουμε δυο φρέσκες, και πάμε μέχρι τον φάρο να περπατήσουμε…

-…..

Πήραμε δύο φρέσκες….
είναι ώρα που δεν έχω βγάλει λέξη.. Περπατήσαμε μέχρι τον Φάρο –φάντασμα..
Μπορούσα πλέον ξεκάθαρα να δω ότι ήταν γραμμένο με σπρέι
‘Αύριο Ψηφίζω Μπαρμπαλόπουλ..’ , τα τελευταία γράμματα ή τα ξέχασαν οι όποιοι αφισοκολλητές ή τους πήραν σε κάνα κυνήγι και δεν πρόλαβαν…Ποιο πολύ το πρώτο μου βγαζε.. έκατσα στην άκρη  και χάζευα το κύμα.. είχε πλέον βραδιάσει, τα χαμηλά φώτα της καντίνας λαμπίριζαν αμυδρά, την μουσική πλέον δεν την άκουγα, αλλά και να έφτανε στα αφτιά μου δεν θα το καταλάβαινα, αφού για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα….
Παράδοξο, αλλά δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα..

Εκείνος είχε κάτσει όρθιος στο βράχο πάνω από την θάλασσα και κατέβασε την μπύρα με δυό γουλιές.

Γύρισε προς εμένα..

-Λοιπόν λεβέντη….λέω να φεύγω σιγά-σιγά….. Οι μπύρες είναι κερασμένες…
Στο επανειδείν …χρχρχρ…
Και με μια ζογκλερική κίνηση βούτηξε στο νερό….

Ούτε που σηκώθηκα να δω αν έφυγε κολυμπώντας ή πήγε καρφί στον πάτο…
Μετά από κάνα δεκάλεπτο, σηκώθηκα ξαναπήγα στην καντίνα , πήρα μόνος μου άλλη μια παγωμένη, γύρισα στο φάρο και την ήπια και αυτή…

Καμιά ώρα μετά, γυρίζω προς τα πίσω και όπως το φαντάστηκα, καντίνα δεν υπήρχε.. ούτε καλαμωτή , ούτε κολώνες , ούτε θαμώνας, ούτε Θανάσης…
Για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρος πως τίποτε δεν θαταν εκεί, πριν καν γυρίσω να κοιτάξω..…

Σηκώθηκα, τεντώθηκα λίγο, η ραχοκοκαλιά μου διαμαρτυρήθηκε και ξεκίνησα να περπατάω…
Λίγα μετρα μετά ήταν μια τσίγγινη ταμπέλα , σε ξύλινο πάσσαλο , η οποία δεν έγραφε απολύτως τίποτα επάνω της…
Όχι, δεν ήταν σβησμένη.
 Απλώς δεν έγραφε τίποτα….

Σίγουρος πλέον πως ήμουν στο πουθενά,  προσπάθησα να σύρω τα πόδια μου…
Είχα πολύ δρόμο μπροστά μου…

….Και γαμώ τις φάρσες..!!!

Σπύρος Βαρθολομαίος

1 σχόλιο:

  1. Mia kalogrameni istoria pou mas akoumpaei olous kathws oloi ksekiname me megala oneira kai poloi apo emas menoun panta stasimoi se mia demi katastasi giati einai pio asfales apo to agnwsto....

    Elena Blue

    ΑπάντησηΔιαγραφή