Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Εύα Λουκάτου: «Θέλω μέσα από τις δημιουργίες μου να εισπράττει κάποιος την αγάπη»

Με τον πρώτο της δίσκο «Έτσι θα γίνει» μας συστήθηκε ως δημιουργός τραγουδιών. Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε η δεύτερή της δουλειά με τίτλο «Όνειρα σφραγίζω» στην οποία τραγουδάει κιόλας. Στο μεσοδιάστημα παρουσίαζε τα τραγούδια της με την μπάντα της στην Αθήνα, καταφέρνοντας να δημιουργήσει το δικό της απαιτητικό κοινό, αλλά και το προσωπικό της μουσικό στίγμα με έμφαση σε έναν ρυθμό που φαίνεται πως αγαπά ιδιαίτερα: το tango.
Εύα Λουκάτου: «Θέλω μέσα από τις δημιουργίες μου να εισπράττει κάποιος την αγάπη»
Aυτά σκεφτόμουν όσο περίμενα την Εύα Λουκάτου σ’ ένα μπαράκι στα Εξάρχεια και με είχε ψιλοστήσει –σαν να το ‘ξερα κι είχα φροντίσει να έχω μαζί μου την Ιστορία της Αιωνιότητας του Μπόρχες! «Δεν τα πάω καλά με τα 3 Χ: Χρόνος, Χώρος, Χρήμα» μου απολογήθηκε όταν ήρθε… «Μικροπταίσματα» έλεγα μιάμιση ώρα μετά την de profundis κουβέντα που είχαμε… Η Εύα μου εξομολογούνταν πως ένιωθε σα να είχε πιει ρακή κι εγώ είχα μόλις ανακαλύψει τη δύναμη του déjà vu και του reincarnation εκεί, στην πάμπα των Εξαρχείων!
Όνειρα σφραγίζεις στη νέα σου δουλειά. Τι καινούργιο μας φέρνεις μ’ αυτό το δίσκο;
Κατ’ αρχάς σ’ αυτό το cd εκτός από δημιουργός συστήνομαι και ως ερμηνεύτρια, ενώ στο πρώτο ήμουν μόνο δημιουργός. Εδώ η σχέση μου μ’ αυτό που κάνω είναι πια ολοκληρωμένη. Επίσης, θέλησα να σφραγίσω την αγάπη μου για το tango και να δηλώσω ότι αυτό θέλω ν’ ακολουθήσω.
Ο πρώτος σου δίσκος είχε μία πολυρυθμία…
Ακριβώς. Γιατί στην πρώτη δουλειά έγραψα για τρεις διαφορετικές φωνές. Κοίτα, μου αρέσει να γράφω κι άλλα πράγματα, μου αρέσει να γράφω και λαϊκά, αλλά τα πειράζω όμως λίγο… Βέβαια σ’ αυτό, μεγάλο ρόλο παίζει κι η ενορχήστρωση.
Ναι, η ενορχήστρωση ήταν κερδισμένο στοίχημα στον πρώτο δίσκο...
Ήταν του Δημήτρη Μπαρμπαγάλα. Κατάφερε να κάνει πολύ διαφορετικά πράγματα να ακούγονται σαν ένα.
Αυτό είναι αλήθεια! Τώρα τα κάνεις όλα, ε;
Σχεδόν… Έχω και δύο στίχους, την «Τζένη» του Πόλυ Κυριάκου και το «Σε θυμάμαι» της Στέλλας Πάνου.
Την Κυριακή έγινε η επίσημη παρουσίαση του δίσκου στο Polis. Ποιο ήταν το feedback που εισέπραξες από το κοινό;
Κατ’ αρχάς να σου πω ότι ο κόσμος ήταν πολύ περισσότερος απ’ ότι περίμενα κι αυτό ήταν πάρα πολύ καλό! Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό που εξέλαβα ήταν τόσο θετικό και τόσο μαγικό που πραγματικά ήμουν τόσο βαθιά συγκινημένη και δεν ήθελα να τελειώσει –είναι κι ο χώρος τόσο ζεστός… Ήταν ό,τι ωραιότερο έχω ζήσει μέχρι τώρα σε live.
Ένα από τα τραγούδια του πρώτου δίσκου που δημιούργησαν αίσθηση ήταν τα Ανθρωπάκια –είναι τραγούδι στιλέτο! Είμαι βέβαιος ότι για τον καθένα που το ακούει λειτουργεί λιγάκι σαν τα darts –όλοι μας βάζουμε ένα συγκεκριμένο στόχο! Αναρωτιέμαι αν ισχύει το ίδιο για τη δημιουργό του τραγουδιού: έχει αποδέκτη συγκεκριμένο;
(Γέλια) Το τραγούδι το έγραψα οδηγώντας…
Σε τρακάρανε;
Όχι, δεν με τράκαρε κανένας –τουλάχιστον όχι με το αυτοκίνητο! Οδηγούσα και σκεφτόμουν δύο ανθρώπους που μου είχαν φερθεί πολύ σκάρτα εκείνη την εποχή και είχα στενοχωρηθεί… Εγώ δεν είμαι άνθρωπος που θέλει να ανταποδώσει το κακό, απλά αποχωρώ –αλλά αποχωρώ πολύ στενοχωρημένη…
Α, έπεσα μέσα! (Γέλια)
Ναι... Ήμουν στο αυτοκίνητο λοιπόν και οδηγούσα και μονολογούσα κάποια πράγματα, που όλως τυχαίως μου βγαίναν με ομοιοκαταληξία –έχω μία εμμονή με την ομοιοκαταληξία– και το έγραψα στο κινητό. Ήταν ο δικός μου τρόπος να φύγει από μέσα μου αυτό το βάρος και να πω ότι, ναι, υπάρχουν άνθρωποι και ανθρωπάκια…
Είναι ένα τραγούδι με τσαμπουκά και με ιντριγκάρεις να σου πω ότι είσαι μία πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά έναν τσαμπουκά και μια μαγκιά νομίζω τα βγάζεις προς τα έξω… Όχι;
Δεν ξέρω –πραγματικά δεν ξέρω! Αν το βλέπεις εσύ, αν κάτι τέτοιο βγαίνει προς τα έξω πιθανόν και να συμβαίνει…
Η «Τζένη» δεν τον έχει τον τσαμπουκά; Δεν είναι μια παθητική ερμηνεία!
Όχι δεν είναι! Αλλά κάθε τραγούδι είναι ρόλος. Κι εγώ την ώρα που γράφω και τραγουδάω κάτι, το μόνο που έχω στο μυαλό μου δεν είναι πώς θα το ακούσουν οι άλλοι, αλλά τι ζητάει το ίδιο το τραγούδι. Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει τη μελοποίηση που έχω κάνει στο δίσκο «Πάνω Κάτω η Πατησίων» σε ποίηση της Κατερίνας Γώγου: δεν μπορούσα να μελοποιήσω έναν τόσο σκληρό στίχο και να τον ερμηνεύσω χλιαρά, γιατί αυτή η γυναίκα ήταν ολόκληρη μια επανάσταση!
Ναι κι αυτό είχα στο μυαλό μου –θα σε ρωτούσα γι’ αυτό, είναι συγκλονιστικό! Έλα, πες μας αφού το ανέφερες, τι είναι αυτό που σε τράβηξε στην «απόκοσμη» λεωφόρο της Γώγου;
Είναι μεγάλη ιστορία…
Επείγομαι να την ακούσω τότε! Να υποθέσω ότι την αγαπούσες∙ τη διάβαζες;
Όχι! Θα σου πω… Όταν ήμουν πολύ μικρή, έτυχε να έρθει στο σπίτι η «Παραγγελιά». Επειδή την θεωρούσαν όμως ακατάλληλη δεν μ’ αφήσανε να τη δω και κρυφοκοίταξα… Και είδα μία σκηνή μόνο: όταν απαγγέλει το «Θέλω να κουβεντιάσω». Αυτή η σκηνή λοιπόν είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μου σαν ό,τι πιο σκληρό είχα δει ποτέ!
Ήταν δυνατή η εικόνα και εγχαράχτηκε μέσα σου…
Ναι, πέρασε κάπου στο υποσυνείδητό μου. Αργότερα όταν έμαθα ποια είναι η Κατερίνα Γώγου είχα λίγο μια αποστροφή, γιατί μου θύμιζε κάτι βαρύ… Έρχεται λοιπόν μια μέρα ο φίλος μου ο Γιώργος Κορδέλας (που είχαμε συνεργαστεί στον προηγούμενο δίσκο, μου είχε δώσει έναν στίχο το «Τέλος» που λέει ο Απόστολος Ρίζος) και μου λέει θέλω να κάνω μία δουλειά πάνω στην ποίηση της Κατερίνας Γώγου –επειδή την ήξερε και προσωπικά– και μου ζήτησε να μελοποιήσω κι εγώ ένα ποίημα. Και επειδή εγώ θεωρώ ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στη ζωή, πήρα το ντοσιέ με τα ποιήματα κι άρχισα να διαβάζω. Και κάποια στιγμή πέφτει το μάτι μου στο ποίημα «Θέλω να κουβεντιάσω». Παίρνω λοιπόν τηλέφωνο το Γιώργο και του λέω θέλω να κάνω το «Θέλω να κουβεντιάσω». Περνούν δύο μήνες, περνούν τρεις, περνούν έξι κι εγώ να μην μπορώ να σκεφτώ ούτε μία νότα, μολονότι το είχα διαρκώς μπροστά μου, στο τραπέζι το είχα…
Σου υπενθύμιζε την παρουσία του, ακόμη και σαν τύψη…
Υπήρχε εκεί! Και είχα αγχωθεί κιόλας γιατί μου έλεγε «οι άλλοι γράψανε, σε περιμένω!» Και έρχεται ένα βράδυ που παίρνω την κιθάρα κι αρχίζω να γράφω. Κι αυτό έβγαινε από μέσα μου και δεν σταμάταγε! Μπαίνω στο μικρό στουντιάκι που έχω και (δεν ξέρω αν αυτό πρέπει να γραφτεί) ανάβω ένα κερί κι αρχίζω να επικοινωνώ με τη Γώγου!
Έλα, πλάκα κάνεις; Αυτό δεν θα γραφτεί; Όταν λες έχεις ανάψει κερί – πραγματικά έχεις ανάψει κερί;
Ναι, ένα ρεσό, γιατί ένιωθα ότι με μία φλόγα μπορώ να έρθω σε επαφή! Και έχω συγκινηθεί τόσο πολύ που έχω πέσει κάτω, μ’ έχει συνεπάρει όλο αυτό, κλαίω και λέω: «Εντάξει Κατερίνα, πάμε καλά; Σ’ αρέσει μέχρι εδώ;»
Και; Σου απαντούσε;
(Χαμογελάμε) Όχι δεν απαντούσε, αλλά ένιωθα ρε παιδί μου ότι υπήρχε κάτι, ήταν πολύ φορτισμένη η ατμόσφαιρα! Κοίτα, δεν είμαι αλαφροΐσκιωτη, αλλά νιώθω ότι έχω καλή επικοινωνία, αισθάνομαι! Μέχρι το πρωί είχα ολοκληρώσει το demo. Όταν το πρωί ήρθε η Ομάδα Φ που παίζαμε τότε μαζί, για πρόβα, τους είπα «σήμερα δεν θα κάνουμε πρόβα, θα έρθετε μέσα και θα παίξετε αυτό που θα σας πω». Το μπουζούκι, το ακορντεόν και το βιολί που υπάρχουν στο τραγούδι είναι από εκείνη την ηχογράφηση. Και μαθαίνω λοιπόν ότι η μέρα που έγραψα το τραγούδι είναι… η μέρα που πέθανε η Κατερίνα Γώγου!
Πλάκα κάνεις τώρα!
Αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει ότι τελικά δεν ήταν τυχαίο! Θεωρώ εκείνη τη στιγμή, την πιο σημαντική συνθετική μου στιγμή μέχρι τώρα…
Καλά μιλάμε, όποιος διαβάζει τώρα τη συνέντευξη έχει googlάρει «Θέλω να κουβεντιάσω»!
(Γέλια) Και μετά ήρθε το ζήτημα της ερμηνείας –πως το λέω όλο αυτό; Το Θέλω να κουβεντιάσω ήταν το πρώτο τραγούδι που δισκογραφήθηκε με τη δική μουφωνή. Δεν ήθελα να μοιάζω με τη Γώγου, ήθελα μέσα από αυτό το τραγούδι να βγει το νεύρο της, η ευαισθησία που κρύβεται πίσω από τον σκληρό της στίχο, να βγαίνει όλο αυτό που εγώ εισέπραξα! Κι όλο αυτό ήθελα να είναι tango, για να είναι και δικά μου στοιχεία μέσα.
Η αγάπη για το tango από πότε χρονολογείται αλήθεια; Έχεις πάει Αργεντινή;
Έχω πάει τέσσερις φορές Αργεντινή. Το όνειρό μου είναι να ζω μισό χρόνο εδώ και μισό στο Μπουένος Άιρες!
Α, εδώ μιλάμε για λατρεία τότε!
Την πρώτη φορά που πήγα ήταν μια απελπισία! Δεν μου άρεσε τίποτα: ούτε η γλώσσα τους, ούτε η χώρα, ούτε η κουζίνα τους, τίποτα! Αισθανόμουν μια βαριά ενέργεια να με κατακλύζει διαρκώς. Κατάφερα όμως να μείνω για 28 μέρες… Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τις ζωές που ζούμε πιο μπροστά κι αν πιστεύει κανείς σ’ αυτά –εγώ πιστεύω– κι αν είχα ξαναζήσει εκεί και πώς περνούσα κλπ.
Θα με κάνεις να τα πιστέψω κι εγώ!
Και δύο μέρες πριν φύγω, πάω και βλέπω tango. Βέβαια το tango το έβλεπα παντού, στο δρόμο, κάθε στιγμή σχεδόν, αλλά αποφάσισα να δω και μια παράσταση…
Συγγνώμη: Το ήξερες το tango πιο μπροστά. Το αγαπούσες;
Μμμ, έτσι κι έτσι…
Δεν πήγες δηλαδή για το tango εκεί;
Όχι! Λοιπόν, εκεί είχε ένα μπαλκονάκι με μία κουρτίνα, η οποία κάποια στιγμή ανοίγει και βλέπω τους μουσικούς: έναν πιανίστα, δύο βιολιά, ένα κοντραμπάσο κι έν μπαντονεόν… Κι αρχίζω και κολλάω στους μουσικούς χωρίς να ασχολούμαι καθόλου με τους χορευτές. Άλλωστε δεν είμαι ερωτευμένη με το χορό –δεν ξέρω καν να χορεύω tango…
Μου κλέβεις ερωτήσεις πάλι! Τι θα γίνει με σένα –με προλαβαίνεις συνέχεια!...
(Γέλια) Είμαι ερωτευμένη με το ρυθμό και τη μουσική του tango… Κι αρχίζω και κλαίω. Έκλαιγα μέχρι να τελειώσει! Πραγματικά δεν ξέρω γιατί, απλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Την άλλη μέρα, περιμένοντας στη reception να φύγω έγραψα τα «Μαύρα ρούχα» που ήταν το πρώτο tango που είχα γράψει...
Το ‘χεις εύκολο μου φαίνεται: οδηγώντας, περιμένοντας στη reception
Δεν ξέρω αν το ‘χω εύκολο. Αν μου ‘ρθει το ‘χω, άλλες φορές μπορώ να περιμένω μήνες! Τότε δούλευα σε μία πολυεθνική και ήθελα να παραιτηθώ, είχα κουραστεί και ουσιαστικά τα «Μαύρα ρούχα» ήταν ο συγκερασμός αυτής της τάσης φυγής μου και της νέας μου αγάπης που βρήκα στο tango: «Περνάω, μέσα απ’ το φως περνάω, τον ουρανό κοιτάω κι όλα τ’ αστέρια μου και πάω, όλα τα παρατάω, μονάχη να ξυπνάω τα μεσημέρια μου».
Θα ήθελες τα μεγάλα ακροατήρια;
Εννοείται! Κάθε καλλιτέχνης έχει αυτή τη «ματαιοδοξία» κι είναι αρχέγονο συναίσθημα η ανάγκη του καλλιτέχνη να επικοινωνεί την τέχνη του με τον κόσμο. Χωρίς όμως…

Να «παραδώσεις την ψυχή σου στο διάβολο»;
Χωρίς να κάνω κάτι πέρα από αυτό που είμαι! Νιώθω ταγμένη στη μουσική, αλλά πρόσεξε να δεις: δεν είναι αυτοσκοπός μου να πετύχει αυτό! Νιώθω ταγμένη με την έννοια ότι πετύχει δεν πετύχει, εγώ αυτό θέλω κι αυτό θα συνεχίσω να κάνω: μουσική!
Αν σε ρωτούσα: ποιο είναι αυτό το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή για σένα Εύα πάνω απ’ όλα στη ζωή, τι θ’ απαντούσες; Το ίχνος που αφήνουμε πίσω μας σε απασχολεί;
Νομίζω ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι η αγάπη! Αυτό θέλω να αφήνω πίσω μου… Θέλω μέσα από τις δημιουργίες μου να εισπράττει κάποιος την αγάπη με την οποία κι εγώ δίνομαι εκεί.
Πέρα από τον έρωτα για τη μουσική υπάρχει κι ο έρωτας στη ζωή. Τον έχεις ζήσει, αυτό που λέμε τον Μεγάλο Έρωτα;
Ναι!
Τι είναι αυτό που τον έκανε Μεγάλο αυτό τον Έρωτα;
Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη… Ίσως το ότι υπήρχε μεγάλη απόσταση. Ενδεχομένως το γεγονός ότι δεν μπορούσα να έχω αυτό που θέλω (κι αυτό ήταν αμοιβαίο), τη στιγμή που το ήθελα, γιγάντωνε το μυστήριο. Όταν τα πράγματα δεν είναι προβλέψιμα, ενισχύουνε την έμπνευση!
Πώς βιώνεις, ως νέα δημιουργός, την Ελλάδα σήμερα; Απελπίζεσαι; Ελπίζεις σε κάτι; Θυμώνεις;Staying alive; Πώς μεταφράζεις την Κρίση;
Κοίταξε, δεν πιστεύω σε τίποτε απ’ όσα λέγονται δηλαδή θεωρώ ότι μας γεμίζουν παραμύθια και ψέματα…
Τι εννοείς; Χρωστάμε, πρέπει να πληρώσουμε!
Εντάξει, χρωστάμε, αλλά υπάρχουν τόσες πολλές παράμετροι, όταν έχουμε τόσους φυσικούς πόρους ανεκμετάλλευτους, όταν έχουν οι άλλοι τόσο μεγάλο χρέος σε μας και δεν μπορώ να πιστέψω ό,τι λέει η Τρέμη στο MEGA! Μας έχουν αποδυναμώσει πλήρως! Στην αρχή της κρίσης έβλεπες απεργίες, πορείες, μύριζες αντίσταση, σιγά – σιγά μας έχουν κόψει τα φτερά μας, ό,τι ακούμε το καταπίνουμε αμάσητο…
Το θεωρούμε θέσφατο πια…
Εγώ λέω απλά όχι σ’ αυτό. Δεν θα το δεχτώ! Περνάω κι εγώ δύσκολα, όπως όλοι, αλλά δεν θέλω να με μιζεριάσει όλο αυτό… Λαχταρώ να δω χαμόγελα πάλι, να ξανακούσω παρέες αγοριών να μιλούν για ποδόσφαιρο ξανά και όχι για την κρίση!
Σ’ απασχολεί η κοινωνική πραγματικότητα. Θα έπαιρνες μέρος σε κάποια αντιρατσιστική συναυλία, φερ’ ειπείν;
Ναι, βέβαια! Το τραγούδι που κλείνει το δίσκο αυτό, το «Ποιος θα με ρωτήσει», είναι ακριβώς ένα αντιρατσιστικό τραγούδι. Τραγουδάει παιδική χορωδία και είναι γραμμένο σε πέντε γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και γαλλικά, γιατί θέλω να δείξω ότι δεν είναι μόνο οι Έλληνες σ’ αυτό τον κόσμο! Εγώ συνεργάζομαι με ανθρώπους που δεν είναι Έλληνες και στην μπάντα μου έχω έναν Αργεντίνο κι έναν Κουβανό. Φοβάμαι πάντως ότι δεν έχουμε κουλτούρα σαν Έλληνες και δεν έχουμε καμία διάθεση να αποκτήσουμε…
Έχεις κι ένα τραγούδι για την «πανέμορφή σου Αθήνα» στο δίσκο. Μεγάλωσες στην Αθήνα και την αγαπάς κατά πως καταλαβαίνω…

Εννοείται! Μεγάλωσα στην πιο όμορφη γειτονιά της Αθήνας, στον Υμηττό! Και μεγάλωσα στην πλατεία Υμηττού, που είναι όλο μονοκατοικίες, όλες γεμάτες γαρδένιες, γιασεμιά και νυχτολούλουδα και οι νεραντζιές στα πεζοδρόμια τέτοιο καιρό σε τυλίγουν με το άρωμά τους! Επίσης έχω ζήσει από μικρή την καρδιά της Αθήνας και το κέντρο της και την αγαπάω τρελά – αρκεί να ξέρεις να τη βλέπεις, να μην βλέπεις μόνο τα αρνητικά της.
Τι βλέπεις εσύ στην Αθήνα;
Βλέπω τα παλιά τα κτίρια, μυρίζω τις μυρωδιές της (έχει πολλές μυρωδιές η Αθήνα). Τι πιο ωραίο να πας στο Μοναστηράκι και να σηκώσεις το κεφάλι σου και να δεις το τελειότερο δημιούργημα του ανθρώπου: την Ακρόπολη!

Τι να περιμένουμε από την Εύα Λουκάτου στο άμεσο μέλλον;
Έχω πολλά να δώσω. Άμεσα ξεκινάω συναυλίες. Στις 11 Μαΐου παίζω στο @ ΚΟΛΑΖ και μέχρι τέλος Ιουνίου έχω κανονίσει κάποια live στην Αθήνα. Για το καλοκαίρι υπάρχουν κάποιες προτάσεις να βγω στην υπόλοιπη Ελλάδα – κάτι που θα το ήθελα πολύ!
Αυτό θα είναι σπουδαίο και για σένα, αλλά και για όσους τυχερούς εκτός Αθηνών καταφέρουν να σε δουν! Εύα, σου εύχομαι να είναι καλοτάξιδα τα Όνειρά σου και να συνεχίσεις να μας χαρίζεις τις όμορφες μελωδίες σου!
Ευχαριστώ πολύ!

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε ΕΔΩ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου