Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Όρφνη



Από το λογοτεχνικό – δημοσιογραφικό βιβλίο: «Δίδυμοι Πύργοι – Ήμουν κι εγώ εκεί!»
           (Απόσπασμα από τη σκηνή όπου ο ήρωας βλέπει μπροστά του τον Θάνατο)

 

...Που είναι το υπόλοιπο πρόσωπο σου;;.. Πω-π-πως είσ’ έτσι; Με τι μοιάζεις;..
...γιατί δε μιλάς;.. πες κάτι...γιατί μόνο με κοιτάζεις;..
                                            γιατί δεν έχεις βλέφαρα και κόρες;..
σαν πελώρια, μαύρα μαργαριτάρια είναι...
                                               δυο σκοτεινές, αορίζοντες θάλασσες
μελανό ροδόβαμμα και μπλάβοι αντήλιοι σε νεφέλες,
                           φέγγουν στα κρύσταλλα των πνιγηρών πελάγων
άγριοι άνεμοι σαν γοερές οιμωγές πνιγμένων,
    σηκώνουν ερεβεννά κύματα που φαρφουρίζουν και χάνονται
κρύο, βροχή κι αέρηδες και βύθη που ξερνιούνται
                                                  και χωνεύονται
        σκούρα βραχώδη περιγιάλια βαθύχροου κάλλους
                    μ’ έναν σαπρό κονιορτό στην ακροθαλασσιά
                                             και μαβιά αρμυρίκια
                     κρωγμοί κουρούνας και σκελετωμένων γλάρων
   που αναφτερουγιάζουν και πετούν
Σκοτερός μόλος και μουράγιο με καΐκια φορτωμένα
                                                                που κουνιούνται
                                     και οι πρυμάτσες τους έτοιμες να σπάσουν
τα νερά σκάνε μανιασμένα, υψώνονται θεόρατα
                                     και ραπίζουν την προβλήτα
ανάμεσα σ’ αφρούς, πέτρες, φύκια ξερά και σταγόνων νέφη,    
           δάδες δοξασμών και θρήνων
                                    προσδοκούν τη μυσταγωγία του τέλους
                          στα φρύδια των μελάγχροων γιαλών
    στέκονται ανήμποροι οι πρωτόμπαρκοι θαλασσοπόροι    
           μπροστά στον ολοφυρμό της υπέρτατης στιγμής,
  με τις κακουχίες πίσω τους να τους ρίχνουν στο κατάστρωμα    
                και το γλιτωμό μακρόθεν
     χολεριασμένο να χτυπιέται
                                              μες στη ραγδαία νεροποντή φωτίζονται
     τα έντρομα πρόσωπα τους, καθώς κοιτάζουν
        την πυρπολημένη τριήρη της Ζωής που φλέγεται
Τρίτωνες κρατώντας τρίαινες
                        αναγγέλλουν με το κέρας τους
   το σαλπάρισμα στο ειδυλλιακό μελάνωμα της σωτηρίας
                    από το άραχλο παρόν και το μπουγάζι του φόβου
Εδώ που βρίσκουν το κύρος της δικαίωσης οι Κασσάνδρες
   και πάντα νύκτωρ,
            στέκομαι μετέωρος στο λεπτό και ξεφτισμένο γνέμα
              μιας μαύρης ελπίδας
καθώς το άγριο ημίφως του σύθαμπου χάνεται στην όρφνη
            και οι Άρπυιες οργιάζουν,
          σάπια ρίγη με διατρέχουν νοιώθοντας την υγρασία
   και την αλμύρα σου απέθαντε
…Μου δείχνεις τους ωκεανούς του σκότους,
        ωστόσο είμαι σίγουρος πως κρύβουν φως πιο πέρα
                                                                ...πολύ φως...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου