Γεια και χαρά σας Κένταυροι
μισοί συνάνθρωποί μου!
Σας κάλεσα τέτοια νυχτιά μέσα στο σπιτικό μου
να σμίξετε στην φλόγα μου να πιείτε το κρασί μου.
Για ό,τι λέγουν τα χείλη μου μη με παρεξηγείτε
μα στα βαθιά μου ονείρατα είδα μεγάλη αλήθεια.
Είδα πως σαν μεγάλωσα και πια παιδί δεν ήμουν
ένα σπαθί αόρατο μες σε βαρβάρου χέρια
υψώθηκε απάνω μου και με 'κοψε στα δύο.
Το να κομμάτι της ψυχής τ' άλλο ήταν το κορμί μου.
Αίμα θαρρώ δεν έβγαλα μα μάτωσε η πλάση
σαν έκλαψε ο ουρανός με πορφυρές σταγόνες/με κόκκινη βροχή.
Πόνεσα κι έκλαψα κι εγώ σαν είχα να διαλέξω
σε ποιο καβούκι να χωθώ να σύρω τη ζωή μου.
Μα ο βάρβαρος που με 'κοψε έκλεψε την ψυχή μου
κι απόμεινε το σώμα μου βαρύ σαν πανοπλία.
Το φόρεσα και κούρδισα το νου σαν να 'τανε παιχνίδι
το νου που σφιχταγκάλιασα να 'χω τα λογικά μου.
Ευθύς τότε κατάλαβα πως το 'γραφε η μοίρα
να 'μαστε ανθρώποι απ' έξω μας και μέσα δέντρα κούφια.
Πιστοί στο πεπρωμένο μας γίναμε μαριονέτες
κι έναν σκοπό χορεύουμε που μας διδάξαν άλλοι.
Δεμένοι μ' αόρατα σχοινιά και με κορμιά από ξύλο
μ' ανθρώπινη την όψη μας και μ' ένστικτα ζωώδη.
Είμαστε όλοι μια σκιά του απόκρυφου εαυτού μας...
Με πέπλο αραχνοΰφαντο καλύπτουμε την γύμνια...
Γι' αυτό κι εγώ σας κάλεσα νύχτα στο σπιτικό μου
να σμίξετε στην φλόγα μου να πιείτε το κρασί μου...
Μην τάχα μέσα στην φωτιά κρύβονται οι ψυχές σας
και μήπως γίνει το κρασί καθρέφτης να τις δείτε...
Γεια και χαρά σας Κένταυροι
μισοί συνάνθρωποί μου!
Χριστίνα Βράκα
μισοί συνάνθρωποί μου!
Σας κάλεσα τέτοια νυχτιά μέσα στο σπιτικό μου
να σμίξετε στην φλόγα μου να πιείτε το κρασί μου.
Για ό,τι λέγουν τα χείλη μου μη με παρεξηγείτε
μα στα βαθιά μου ονείρατα είδα μεγάλη αλήθεια.
Είδα πως σαν μεγάλωσα και πια παιδί δεν ήμουν
ένα σπαθί αόρατο μες σε βαρβάρου χέρια
υψώθηκε απάνω μου και με 'κοψε στα δύο.
Το να κομμάτι της ψυχής τ' άλλο ήταν το κορμί μου.
Αίμα θαρρώ δεν έβγαλα μα μάτωσε η πλάση
σαν έκλαψε ο ουρανός με πορφυρές σταγόνες/με κόκκινη βροχή.
Πόνεσα κι έκλαψα κι εγώ σαν είχα να διαλέξω
σε ποιο καβούκι να χωθώ να σύρω τη ζωή μου.
Μα ο βάρβαρος που με 'κοψε έκλεψε την ψυχή μου
κι απόμεινε το σώμα μου βαρύ σαν πανοπλία.
Το φόρεσα και κούρδισα το νου σαν να 'τανε παιχνίδι
το νου που σφιχταγκάλιασα να 'χω τα λογικά μου.
Ευθύς τότε κατάλαβα πως το 'γραφε η μοίρα
να 'μαστε ανθρώποι απ' έξω μας και μέσα δέντρα κούφια.
Πιστοί στο πεπρωμένο μας γίναμε μαριονέτες
κι έναν σκοπό χορεύουμε που μας διδάξαν άλλοι.
Δεμένοι μ' αόρατα σχοινιά και με κορμιά από ξύλο
μ' ανθρώπινη την όψη μας και μ' ένστικτα ζωώδη.
Είμαστε όλοι μια σκιά του απόκρυφου εαυτού μας...
Με πέπλο αραχνοΰφαντο καλύπτουμε την γύμνια...
Γι' αυτό κι εγώ σας κάλεσα νύχτα στο σπιτικό μου
να σμίξετε στην φλόγα μου να πιείτε το κρασί μου...
Μην τάχα μέσα στην φωτιά κρύβονται οι ψυχές σας
και μήπως γίνει το κρασί καθρέφτης να τις δείτε...
Γεια και χαρά σας Κένταυροι
μισοί συνάνθρωποί μου!
Χριστίνα Βράκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου