Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ

Ο Γιάννης ο φονιάς
παιδί μιας Πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη.......
Θα μπορούσε να είναι αυτή η ιστορία του!



Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ


Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει , από τη στιγμή που σταμάτησε να φωνάζει. Το πήρε απόφαση ότι κανείς δεν θα τον άκουγε σ' αυτήν την ερημιά. Εξάλλου ένιωθε πως οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Άφησε τα χέρια του, που τόση ώρα πίεζαν την κοιλιά του στα σημεία που είχε δεχτεί τις μαχαιριές, να πέσουν στο πλάι. Στις άκρες των δακτύλων του αισθάνθηκε την υγρασία. Από το αίμα του. Πόσο αίμα έχει το ανθρώπινο σώμα! Σε πόση ώρα αδειάζει το κορμί! Τώρα που είχε συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου, ανυπομονούσε. Όλη εκείνη η αγωνία που ένιωσε την ώρα που φώναζε, μήπως κάποιος τον ακούσει, μετατράπηκε σε αγαλλίαση, σε μια επιθυμία να τελειώνει.
-Γιάννη!
Την γνώριζε αυτήν την φωνή.
-Μάνα!
-Έλα, Γιάννη μου, ξημέρωσε. Σήκω. Η καμπάνα χτύπησε. Θα σχολάσει η εκκλησία.
Άνοιξε τα μάτια. Αυτή η μορφή που ήταν σκυμμένη πάνω του δεν ήταν της μάνας του. Μα βέβαια! Ήταν ο Μίλτος.
-Άντε βρε υπναρά, σήκω. Τα παιδιά περιμένουν στο αλώνι. Ο Κώστας έφερε καινούργια μπάλα, του την έστειλε η μάνα του απ' την Γερμανία.
Ο Γιάννης άπλωσε το χέρι προς το μέρος του Μίλτου. Όμως, το χέρι του κρατούσε ένα μαχαίρι. Και ο Μίλτος δεν ήταν ο μικρός φίλος των παιδικών του χρόνων. Ήταν ο Μίλτος που συνάντησε εκείνη τη μέρα στο αμπέλι. Δίπλα στους βγαλμένους φράχτες.
Δεν φωνάζανε όμως. Δεν πάλευαν όπως τότε. Και δεν τον άφησε μέσα στη λίμνη από το αίμα του. Τον άφησε όρθιο και χαμογελαστό, μέσα σ' ένα άσπρο σύννεφο.
Έπρεπε να βρει τη μάνα του. Η εκκλησία θα σχόλαγε. Νάτη. Μέσα στην εκκλησία. Τον κρατάει σφιχτά από το χέρι. Σηκώνει τα μάτια του και την κοιτάζει. Είναι νέα. Πόσο να είναι; Τριάντα; Μπα! λιγότερο. Πόσο απαλό είναι το χέρι της, αυτό που μέσα στη χούφτα του κρατάει το δικό του μικρό χεράκι! Το άλλο το έχει πάνω στην κοιλιά της. Στη μεγάλη κοιλιά της. Σα να την χαϊδεύει. Στρέφει το βλέμμα στη μέση της εκκλησίας εκεί που βρίσκεται το λουλουδιασμένο φέρετρο. Το πρόσωπο μέσα σ' αυτό δεν είναι του πατέρα του. Είναι της μητέρας του. Τώρα το χέρι που τον κρατάει σφιχτά είναι της Φρόσως. Σκύβει και της σκουπίζει τα μάτια από τα δάκρια.
-Σταμάτα να κλαις, της ψιθυρίζει. Έχεις εμένα. Και μάνα και πατέρα.
Να πάλι ο Μίλτος. Του απλώνει το χέρι. Κι αυτός, βγάζει από την τσέπη του δυο βέρες χρυσές και τις περνάει στα δάχτυλα του Μίλτου και της Φρόσως. Τους βλέπει ν' αγκαλιάζονται. Χαμογελά. Όμως η Φρόσω χάνεται. Μια άλλη κοπέλα είναι τώρα στην αγκαλιά του Μίλτου.
Τόσο λευκό! Θάμπωσαν τα μάτια του. Τοίχοι, σεντόνια, όλα λευκά. Και η Φρόσω λευκή, σαν να μην τρέχει αίμα στις φλέβες της. Μόνο τα χείλη της είναι κόκκινα. Και τα μαλλιά της, πόσο σγουρά είναι! Της τα βουρτσίζει. Είναι στο σπίτι τους τώρα. Είναι καλά.
-Έχεις εμένα, της ψιθυρίζει. Μαζεύει όλα τα μπουκάλια με τις νεκροκεφαλές, ανοίγει την πόρτα και τα πετάει έξω.
Να πάλι ο Μίλτος. Είναι ντυμένος γαμπρός και η νύφη δίπλα του είναι μια άσχημη μαυροντυμένη γυναίκα.
Τα σταφύλια κοκκίνισαν. Ο Γιάννης απλώνει το χέρι που κρατάει το μαχαίρι και κόβει ένα τσαμπί με κατακόκκινες ρόγες. Του πέφτει από το χέρι. Οι κόκκινες ρόγες σκορπίζουν πάνω στο χώμα. Σκύβει να τις μαζέψει. Τα χέρια του γεμίζουν αίμα. Οι ρόγες γίναν αίμα. Το τσαμπί δεν υπάρχει πια. Στη θέση που έπεσε βρίσκεται ένα σώμα. Το άψυχο σώμα του Μίλτου.
-Όχι, κύριε δικαστή, δεν ήταν οι κτηματικές διαφορές, η αιτία. Το χαμόγελο της αδερφούλας μου ήταν η αιτία. Που μου το έκλεψε.
Ακόμη αγέλαστη είναι. Κι όλοι αυτοί γύρω της, ποιοι είναι; Συγγενείς; Αφού είναι μόνοι τους. Δεν έχουν συγγενείς.
-Πως πέρασαν είκοσι χρόνια!
Ποιος το είπε αυτό; Η Φρόσω; Όχι, όχι η Φρόσω δεν μιλάει. Είναι σκυμμένη μπροστά του και του φιλάει το χέρι. Από τα μάτια της κυλάνε δάκρια. Κάθε φορά που τον έβλεπε, όλα αυτά τα χρόνια, από τα μάτια της τρέχανε δάκρια. Κι αυτός άπλωνε το χέρι να της τα σκουπίσει, αλλά δεν μπορούσε. Άρπαζε τα κάγκελα να τα γκρεμίσει, να την πλησιάσει αλλά το επισκεπτήριο τελείωνε και πάντα έφευγε με τα μάτια κλαμένα.
Χάθηκε πάλι. Όχι, αυτή τη φορά δεν έφυγε αυτή. Αυτός έφυγε. Τώρα δεν ήταν μόνη της. Είχε συγγενείς. Σταφύλι ήταν το γλυκό που τον κεράσανε. Έπρεπε να φύγει. Τα χέρια του ήταν ακόμη λερωμένα. Και το σπίτι της Φρόσως ήταν τόσο καθαρό!
Κάτι κυλάει από τα χείλη του. Μπα, δεν είναι αίμα. Η μέντα είναι που τον κεράσανε οι συγγενείς. Ή μήπως είναι η μέντα που φτιάχνει η μάνα του;
Ποιος ήταν αυτός που έφυγε πριν από λίγο; Δεν του το είπε, αλλά αυτός το ήξερε. Ο Μίλτος τον είχε στείλει. Και το μαχαίρι πότε πρόλαβε και του το πήρε από το χέρι; Αφού δικό του ήταν. Μ' αυτό έκοβε τα σταφύλια. Κοίτα, πάλι σκόρπισαν οι ρόγες στο χώμα. Άκου να τον πει κλέφτη. Ποτέ του δεν έκλεψε τίποτα. Το παγκάκι δεν ήταν δικό του. Άδειο ήτανε. Σ' εκείνα που κοιμόντουσαν άλλοι, αυτός δεν πήγαινε. Και τώρα άδειο είναι. Που πήγε αυτός; Πρέπει να τον φωνάξει να μαζέψει τις ρόγες από κάτω. Αλλά δεν πρόκειται να έρθει. Ήταν πολύ θυμωμένος. Να άφηνε τουλάχιστον το μαχαίρι!
Τι ωραία που ήταν η σάλα στο σπίτι της Φρόσως! Κι εκείνη η τηλεόραση όλο ειδήσεις έλεγε. Αύριο θα έλεγε και γι αυτόν. Ένας καυγάς ανάμεσα σε δύο άστεγους για ένα παγκάκι ήταν. Σιγά το νέο. Αυτοί όμως, όλα τα λένε. Η Φρόσω δε θα το ακούσει. Ευτυχώς είχε βγει από τη σάλα.
-Ναι, μάνα, έρχομαι, έρχομαι!


ΑΝΑΤΟΛΗ ΠΑΠΑΝΟΤΗ

8 σχόλια:

  1. O ηλιος το βασιλεμα
    σ'ακουμπησε στα χειλη
    και πηρε ο ουρανος
    φωτια και κεντησε το δειλι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όλο ένα κόκκινο
    σαν κατα λάθος χυμενο..
    μα νιωθω από πρόθεση..
    κι ας είναι άστατο το σχήμα στο τραπεζομάντηλι, στο πουκαμισο, στο χωμα... στη σκέψη...

    αφηνω φιλί.....στον Πρωταγωνιστή... σε έναν Γιάννη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Με τον Γιάννη τον Φονιά εγκαινιάζουμε (νομίζω με τον καλύτερο τρόπο) μία καινούρια Λίστα Ετικετών με Τίτλο 'Μια Ιστορία θα σας πω..' στην οποία θα προτείνονται Νέοι Συγγραφείς που ασχολούνται με την Δημιουργική Γραφή και το Διήγημα..

    Εαν είστε ένας νέος επίδοξος συγγραφέας και θέλετε να παρουσιάσετε το έργο σας μέσα από την σελίδα της Στιχο-Μυθίας το mail μας είναι στην διάθεσή σας..

    ggrilis@yahoo.gr

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γεια σου Μαρία μου με τις ωραίες μαντινάδες σου..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Κάκια

    Στις τελευταίες μας στιγμές (λένε αυτοί που ξέρουν) το μυαλό κάνει ένα χαοτικό flash back στις σημαντικότερες στιγμές της ζωής μας..

    Η Ανατολή κάνει μία συγκλονιστική περιγραφή, σαν να ήταν στο μυαλό του Γιάννη..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανατολή μου

    εκτός από εξαιρετική στιχουργός δείχνεις ότι κατέχεις πάρα πολύ καλά και την φόρμα του Διηγήματος.. Μπράβο..!

    Κάθε φορά που διαβάζω τον Γιάννη σου ανατριχιάζω στην κυριολεξία..

    Μην μείνουμε εδώ.. Ξέρω ότι έχεις κι άλλο πολύ καλό υλικό στο συρτάρι σου.. Κοινώνησέ μας στα Μυστήριά σου..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Λέττη μου

    μήπως είναι ανησυχητικό που συμφωνούμε σε όλα..;

    ΑπάντησηΔιαγραφή