Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Εξομολόγηση



Να προσπαθήσω παιδάκι μου, να προσπαθήσω… Προσπαθώ να σκεφτώ… Να μπω στη θέση αυτουνού τότε… Τι μου ζητάτε; Δεν ξέρετε τι μου ζητάτε. Δεν είναι ότι πέρασαν τα χρόνια. Δεν πέρασαν και τόσα χρόνια άλλωστε, σιγά. Πέρασε όμως κάτι ανεπιστρεπτί. Εκείνος ο άνθρωπος. Ο παλαιός άνθρωπος. Πώς να μιλήσω εγώ για τότε; Πως μπορεί ένας άνθρωπος να μιλήσει για έναν άλλον άνθρωπο; Εξ ονόματός του… Τι να ‘θυμηθώ’ παιδί μου; Εσύ δεν μου ζητάς ‘να θυμηθώ’ . Εσύ μου ζητάς να πω για κάτι που δεν ξέρω, για κάτι που αγνοώ, μου ζητάς να φωτίσω τις πράξεις και τις προθέσεις ενός άλλου προσώπου, κάποιου που μπορώ να προσεγγίσω μόνο από υποψίες πια (και γι’ αυτό μπορεί να υποπέσω και σε αδικίες σε βάρος του), να σου μιλήσω για έναν ξένο. Κυριολεκτικά: για έναν ξένο. Μην τα λες αυτά παιδί μου. Μου μιλάς για έναν ξένο: αυτός είχε μαλλιά, είχε μαύρο μούσι και (θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου) μια πονηριά πίσω απ’ τα μουστάκια του, πίσω απ’ το βλέμμα κι απ’ το αίμα του, κάτω απ’ τις τρίχες της κεφαλής του. Αχ, μη μου λες πως έχουμε το ίδιο όνομα, πως είμαστε καταγεγραμμένοι σαν το ίδιο πρόσωπο στα αρχεία του κράτους. Ο άνθρωπος παιδί μου, άνθρωπος λεγόταν προ Χριστού. Άνθρωπος λέγεται και τώρα, μετά την ενανθρώπιση του Θεού, του Χριστούλη μας. Νομίζεις όμως πως είναι ίδιος;
Ξέρεις πως μιλάει ο απόστολός μας παιδί μου, ο Απόστολος Παύλος για τον άνθρωπο πριν το Χριστό; ‘Ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα’, έτσι τόνε λέει… Έτσι ήμουνα κι εγώ, όχι εγώ, αυτός, αυτός που μου ζητάς τώρα να σου δώσω λόγο. Και ξέρεις ποια είναι η διαφορά του ανθρώπου με την ελπίδα κι αυτουνού χωρίς ελπίδα; Ότι ο άνθρωπος με την ελπίδα μπορεί να υποστεί τα πάντα, τα πάντα, γιατί ξέρει ότι υπάρχει δικαίωση κι ότι αυτή η δικαίωση υπερβαίνει το ελάχιστο της κατανοήσεώς του, το λίγο των προσδοκιών του, το λίγο των ορίων του. Ενώ ο ανέλπιδος άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα, είναι ικανός για τα πάντα προκειμένου να μην υποφέρει ούτε στο ελάχιστο. Αλλά δεν ξέρει τι του γίνεται…
Έτσι ήμουν κι εγώ – είδες, μου βάζεις στο στόμα τα λόγια τα δικά του- αυτός, μέγας είσαι Κύριε, αυτός που λες έτσι ήταν τότε… Χωρίς ελπίδα, απελπισμένος. Άρα, ικανός για τα πάντα! Ικανός να κοροϊδέψει κι ανθρώπους και Θεό. Ή έτσι νόμιζε. Σου λέει ο (πλανημένος) άνθρωπος: πονηρός ο Θεός, μας έχει και ζούμε για να παιδευόμαστε και να τον προσκυνούμε. Πονηροί κι οι ανθρώποι για να σου δώσουν μια δραχμή θέλουν το ψέμα τους. Γίνε παπάς το λοιπόν, να σου δίνει ο Θεός την ευλογία Του, να σου φιλούν κι αυτοί οι θεομπαίχτες το χέρι. Κι έτσι έγινα παπάς.
Υπήρχε κι ένας ανώτερος σκοπός: η οικογένεια. Ένα, ο σίγουρος μισθός. Δύο, τα παραπανίσια: ευχέλαια, τρισάγια και τα τοιαύτα. Ήταν και τα πανηγύρια. Συν δυο χωραφάκια που υπήρχαν από πριν. Σώθηκε η οικογένεια. Και με το παραπάνω – Θεέ μου σχώρα με…
Βέβαια δεν ήταν όλα ρόδινα. Έπρεπε να κοπούν πολλά. Λιγόστεψαν τα καφενεία, τα μπεκροκοπήματα, τα ξενοκοιτάγματα – μικρό το χωριό, που να δώσεις δικαίωμα… Πολλά τα ‘Κύριε ελέησον’. Μαύρο το ράσο και βαρύ, βαριά η καλογερική – ειδικά αν δεν την πολυυπολογίζεις… Και ποιος παιδί μου δεν υπολογίζει την καλογερική, το ράσο το τρισεύγενο – ει μη οι συντετριμμένοι; Και ποιος ξέρει την συντριβή; Όλοι καυχόμαστε πως τη ζούμε, μα όλοι κάνουμε το παν για να την κάνουμε αλάργα. Ξέρω μάλιστα κι έναν που έφτασε να γίνει και παπάς γι’ αυτό. Και ας μην πίστευε στο Θεό καλά- καλά. Και μπορεί να μην είναι ο μόνος.
Τέλος πάντων, Δόξα Σοι ο Θεός… Δεν ξέρω τι θα ‘κανες εσύ στη θέση του. Δεν ξέρω τι θα ‘κανε ο καθένας αν κινδύνευε να του πάρουν το σπίτι, να τον αφήσει η τράπεζα ξεβράκωτο, να μείνει η οικογένειά του στο δρόμο. Αν με ρωτάς, εγώ θα σήκωνα τα χέρια στον ουρανό και θα ‘λεγα ‘Δόξα Σοι ο Θεός’. Τούτος που λες έκανε άλλα: κατάπιε το δάκρυ του, πήγε στον Μητροπολίτη, του φίλησε το χέρι και το πόδι, έμαθε και πέντε- δέκα ευχές κι έγινε θεομπαίχτης. Έγινε παπάς. Κανονικός με ράσο. Και δικαίωμα άφεσης αμαρτιών, απόσβεσης κριμάτων. Των άλλων. Όχι των δικών του.
Πες μου όμως εσύ παιδί μου τι νομίζεις; Μπορεί ένα ψέμα να σώσει στ’ αλήθεια μια οικογένεια; Μπορεί η αμαρτία, όσο αθώο προσωπείο κι αν φορεί, να κρατήσει όρθιο έναν άνθρωπο; Και πόσα αργύρια μπορούν να ξεπλύνουν μια προδοσία; Επέστρεφε βράδυ από ένα πανηγύρι και είχε το χέρι στην τσέπη. Χάιδευε, χάιδευε τα χαρτιά και υπολόγιζε: τόσα για φαΐ, τόσα για τα παιδιά για λογαριασμούς, για το αμάξι- περισσεύανε κιόλας. Χτύπησε το κουδούνι. Δεν του άνοιξαν. Άνοιξε αυτός την πόρτα. Μπήκε μέσα, φώναξε. Τίποτα. Τώρα θυμήθηκε πως δεν είδε το αυτοκίνητο απ’ έξω. Στην αρχή δεν ανησύχησε. Είχε ακόμη το χέρι στην τσέπη. Έβαλε ένα κρασί και πήρε να τα ξαναμετράει. Ξαφνικά ένοιωσε μια ανησυχία, μια δυσφορία έντονη. Σηκώνει το τηλέφωνο. Τίποτα. Παίρνει κι αλλού. Κι αλλού. ‘Ναι, είχαμε μια τέτοια εισαγωγή. Μία έγγειος γυναίκα και δυο παιδιά. Τα παιδιά είναι… Η γυναίκα είναι…’ Ξέρεις παιδί μου πως είναι να παγώνει ο κόσμος όλος σε μια στιγμή; Του έδειξαν τα παιδιά. Πρώτα το μικρό. Μετά το μεγάλο. Τη γυναίκα δεν την είχαν κατεβάσει ακόμα. Δεν είχε πολύ ώρα που υπέκυψε. Το πάλεψε. ‘Μα η γυναίκα μου ήταν…’ ‘Ξέρετε πάτερ μου αυτό που πετύχαμε ισοδυναμεί με θαύμα. Το έμβρυο, αν και μόλις πέντε μηνών είναι στην θερμοκοιτίδα. Δυστυχώς όμως δεν έχει καμία πιθανότητα. Προσευχηθείτε αν θέλετε, ιατρικά όμως δεν έχει πάνω από δύο, ίσως τρεις ώρες ζωής. Καμιά. Λυπάμαι, αλλά οφείλω να σας το πω.’ Ζήτησε να το δει. Είδε μια μαύρη μάζα ελάχιστου κρέατος. Δεν ανέπνεε. Του εξηγούσαν ότι… Ζήτησε να επισκεφτεί το ναό.
Η ερημιά του ναού τον έκανε να μοιάζει με το εσωτερικό του Καθαρτηρίου λίγο πριν φτάσουν οι καινούριες ψυχές. Άνοιξε το στόμα.
Άνοιξε το στόμα. Ούρλιαξε. Ούρλιαξε δυνατά. Έβρισε, απείλησε, καταράστηκε. Δεν ξέρω, δεν θέλω πια να ξέρω τι έλεγε ο κακόμοιρος αυτός άνθρωπος. Μπορώ να φανταστώ όμως ότι τα λόγια του πλήγωναν διπλά την Παναγία – γιατί βγαίναν μέσα απ’ τον πόνο, απ’ την καρδιά του πόνου, μέσα απ’ την πιο φριχτή ερήμωση. Την βίαιη εκρίζωση των σπλάχνων, την έσχατη, την τελειωτική απώλεια της ψυχής. Δεν ξέρω για πόση ώρα ούρλιαζε κι έτρεχε σαν τρελός, σα δαιμονισμένος στον άδειο ναό, πετώντας καρέκλες, εικόνες, σχίζοντας το ράσο του κι εκσφενδονίζοντας απειλές προς τον Θεό με υψωμένο το δάχτυλο στον ουρανό και βλέμμα αντεστραμμένου Μωυσή.
Ώσπου μες στην τρελή πορεία του, στην οδυνηρή του κατηφόρα είδε την εικόνα της Παναγίας. Και αναγνώρισε … αναγνώρισε τον φταίχτη! Της απόλυτης δυστυχίας της ανθρωπότητας, της δικής του άσπλαχνης μοίρας. ‘Εσύ φταις!’ της είπε. ‘Αν δεν τον γεννούσες, αν δεν έλεγες το ναι, τώρα δεν θα είχε κανένα άλλοθι. Κανένα! Κανένα!’ Σήκωσε την εικόνα και όρμησε να την πετάξει στο Ιερό, στα Άγια των Αγίων. Να ξεμπερδεύει μια για πάντα μ’ αυτήν την ιστορία.
Όρμηξε στο διάδρομο αφηνιασμένος. Έχει ο διάολος παιδί μου πολλά ποδάρια. Το λεν για κακό, εγώ όμως λέω πως είναι κι αυτό δώρο του Θεού. Για να περδικλώνεται. Παραπάτησε στα ξέφτια του ράσου του κι έπεσε. Κι όπως έπεσε βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την εικόνα. Και είδε. Είδε μια γυναίκα, έναν άντρα κι ένα παιδί.
Μια γυναίκα που κρατάει ένα παιδί στην αγκαλιά της – θα μπορούσε να είναι η δική του γυναίκα που κρατάει το νεογέννητο εσχατόπαιδό του. Μια γυναίκα που κρατάει στην αγκαλιά της το παιδί της συνήθως χαμογελάει… Τούτη δεν γελούσε – λυπημένη ήτανε. Σαν να μοιρολογούσε από τα πριν το θάνατο του μωρού της. Τον άδικο θάνατό του… Τον άδικο ξεπεσμό του. Κι αυτή η αντρική φιγούρα πάνω στο πρόσωπό της. Ίδιος ο Θεός όπως του τον έμαθαν στο σχολείο: άσπρα γένια, σφιγμένα φρύδια, χείλια παραμορφωμένα από την σκληρότητα. Άγριος. Αδυσώπητος. Οργισμένος. Αποφασισμένος για όλα.
Κι άδικος. Άδικος…
Του πήρε λίγο να αναγνωρίσει τη δική του μορφή στο γυαλί της εικόνας. Μόνο που είχαν ασπρίσει τα γένια του. Κι είχαν αλλιωτέψει τα χαρακτηριστικά του. Ένα δάκρυ κύλησε στην εικόνα. Δεν ήξερε αν ήταν δικό του ή δικό της. Μπορεί να μην ήταν καν δάκρυ. Ένιωθε το κορμί του βρεγμένο ως το μεδούλι. Ο ιδρώτας κυλούσε μέσα κι έξω σαν καταρράκτης απ’ την άβυσσο. Έβαλε το χέρι στο μέτωπο να σκουπιστεί, να ηρεμήσει. Τράβηξε το καλυμμαύχι. Του ‘ρθε να ουρλιάξει, να ουρλιάξει απ’ τον πόνο- ήταν σαν να ξεκολλάει το κρανίο του. Στο πρώτο πρωινό φως είδε στο καλυμμαύχι σωριασμένα όλα τα μαλλιά της κεφαλής του. Στο πρώτο πρωινό φως είδε ξανά τα σβησμένα στον πόνο μάτια της γυναίκας. Της γυναίκας του. Έγειρε αποκαμωμένος κι ακούμπησε το άδειο του κούτελο στο μέτωπό της. Κι έκλαψα.
Μόλις μου τέλειωσε το κλάμα προσπάθησα με όσες δυνάμεις είχα να συμμαζέψω την Εκκλησία. Να βάλω τα πράγματα στην θέση τους. Είχε ξημερώσει για τα καλά, θ’ άρχισε να έρχεται κόσμος. Κόσμος για να εκλιπαρήσει να του αναβληθεί το φέρετρο. Στα φέρετρα της άλλης μέρας εγώ μετρούσα άλλο ένα. Το μόνο για το οποίο δεν τ’ άξιζε η λύπη αλλά η χαρά.
Κι όχι μόνο η χαρά αλλά ο θρίαμβος. Το φέρετρο αυτουνού για τον οποίο ήρθες να με ρωτήσεις.
Με ρωτάς αν πιστεύω στα θαύματα. Ναι… πιστεύω. Αλλά δεν πιστεύω πως ήταν θαύμα που εκείνο το αφύσικο πλάσμα που βγάλαν οι γιατροί απ’ την κοιλιά της νεκρής έγινε η τσούπρα που σου άνοιξε για να μπεις κι όλο μου ζητάει ρούχα και παπούτσια και κινητά και μου φιλάει την καράφλα για να με καλοπιάσει. Κι ας το λένε θαύμα οι γιατροί. Και παραπάνω από θαύμα. Δεν είναι… Κόσμος πάει κι έρχεται κάθε λεπτό της ώρας. Ένας πάνω ένας κάτω- αυτά γίνονται… Θα ‘ταν σαν να μου έλεγες πως και τους άλλους τους πήρε ο Θεός. Αυτά θα τά ‘λεγε ο άλλος, ο Σατανάς, λίγα ξέρω γι’ αυτόν, τον θάψαμε, τελείωσε. Ξέρεις ποιο είναι για μένα το θαύμα; Θαύμα είναι όταν σκύβεις ταπεινωμένος να φιλήσεις τα χείλη μιας γυναίκας κι εκεί επάνω αντί να δεις στα μάτια της τα δικά σου μάτια, δεις τον πόνο, τον πόνο τον δικό της και την πεθυμιά της, την απαίτησή της για ζωή, για ζωή χωρίς όρια, χωρίς τέλος και χωρίς τέλη κυκλοφορίας, για μια ζωή αφορολόγητη… Μια ζωή ατελεύτητη... Και βρεις την ψυχή σου… Γιατί μόνο σ’ αυτού του είδους τη ζωή, μόνο σ’ αυτή την απαίτηση κανένας θάνατος δεν έχει πια καμία εξουσία… Εκεί είναι η ψυχή μας – άμα τη βρεις, εκεί είναι το θαύμα. Το λένε μωρέ και τα τραγούδια σας δεν το λένε; Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα…


Μιχαήλ Αδάμ

7 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια!!

    Διάβαζα και διάβαζα και σκεφτόμουν ότι η αλήθεια βρίσκεται λίγο πριν την πτώση.
    Αν είναι αρκετή για να σωθούμε;

    Θα φανεί εκ του αποτελέσματος.

    Καλημέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. αληθινά συγκλονιστικό! καλημέρα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. κάθε λέξη κέντημα... γνώσης βαθειάς και αγάπης...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλημέρα κι από μένα..

    Να υπενθυμίσω πως μπορείτε να στείλετε τις δικές σας διηγήσεις (όπως και τα ποιήματά σας) στο mail της Στιχο-Μυθίας:

    ggrilis@yahoo.gr

    και θα δημοσιευτούν..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Νιμερτή μου

    με χαρά θα σε υποδεχτούμε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή