Την ώρα που οργίζομαι για τα όνειρα που χάλασα...
Είναι μια ώρα που οι λέξεις επιμένουν
να έρχονται αντίκρυ στων ματιών μου τα χαράγματα
τότε που οι πόθοι πλημμυρίζουν κι ανεβαίνουν
και μιας ανέσπερης γιορτής καλούν τα θαύματα.
Την ώρα που ξυπνάει ένα ρυάκι
κι οργίζομαι για τα όνειρα που χάλασα
και στέλνει το βουνό με ποταμάκι
αγύριστα γλυκά φιλιά στην θάλασσα.
Τότε ραγίζει η δημοσιά απ' άκρη σ' άκρη
και συλλογιέμαι του νερού το χρώμα το άνισο
τότε μίας γέρικης φτελιάς λάμπει ένα δάκρυ
κι αντιφεγγίζουν οι σκιές μες στην παράδεισο.
Είναι οι ώρες που εκδράμουν οι εμπόροι
και το συμφέρον στην ματιά έχουν για έμβλημα
τότε που σφάζουν στα χωριά ένα κοκόρι
και στα θεμέλια με παπά θάβουν το έγκλημα.
Τις νύχτες που στρατεύονται οι φόνοι
και μπαίνουν μες στις πόλεις ν' αλητέψουνε
και κρύβεται στα δόντια μου ένα αηδόνι
να μην το βρουν, να μην το μακελέψουνε.
Κι είναι ένα μέρος του μυαλού που κρουσταλλιάζουν
μες στην οργή του ήλιου τα μελλούμενα
ξεσπούν μεμιάς στον κόσμο, τον αλλάζουν
και τον ανθίζουν στα καλά καθούμενα.
Τα φύλλα όταν σαλεύουν στο αεράκι
κι απλώνει ο άνεμος της λήθης τα ερείπια
μια σπίθα γης μεστώνει ένα κλαδάκι
κι αρχίζουν πάλι τα πουλιά τα επινίκια.
Κρήνης Αθανάσιος
Είναι μια ώρα που οι λέξεις επιμένουν
να έρχονται αντίκρυ στων ματιών μου τα χαράγματα
τότε που οι πόθοι πλημμυρίζουν κι ανεβαίνουν
και μιας ανέσπερης γιορτής καλούν τα θαύματα.
Την ώρα που ξυπνάει ένα ρυάκι
κι οργίζομαι για τα όνειρα που χάλασα
και στέλνει το βουνό με ποταμάκι
αγύριστα γλυκά φιλιά στην θάλασσα.
Τότε ραγίζει η δημοσιά απ' άκρη σ' άκρη
και συλλογιέμαι του νερού το χρώμα το άνισο
τότε μίας γέρικης φτελιάς λάμπει ένα δάκρυ
κι αντιφεγγίζουν οι σκιές μες στην παράδεισο.
Είναι οι ώρες που εκδράμουν οι εμπόροι
και το συμφέρον στην ματιά έχουν για έμβλημα
τότε που σφάζουν στα χωριά ένα κοκόρι
και στα θεμέλια με παπά θάβουν το έγκλημα.
Τις νύχτες που στρατεύονται οι φόνοι
και μπαίνουν μες στις πόλεις ν' αλητέψουνε
και κρύβεται στα δόντια μου ένα αηδόνι
να μην το βρουν, να μην το μακελέψουνε.
Κι είναι ένα μέρος του μυαλού που κρουσταλλιάζουν
μες στην οργή του ήλιου τα μελλούμενα
ξεσπούν μεμιάς στον κόσμο, τον αλλάζουν
και τον ανθίζουν στα καλά καθούμενα.
Τα φύλλα όταν σαλεύουν στο αεράκι
κι απλώνει ο άνεμος της λήθης τα ερείπια
μια σπίθα γης μεστώνει ένα κλαδάκι
κι αρχίζουν πάλι τα πουλιά τα επινίκια.
Κρήνης Αθανάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου