Σαν film noir...
Αυτή η νύχτα ήταν δύσκολη, κάθε τέτοια νύχτα ήταν δύσκολη. Το ραντεβού μαζί του για τη παράδοση της είσπραξης της εβδομάδας είχε πάντα το άγχος του, μιας και ο Μπούκι (αυτό ήταν το παρατσούκλι του), δεν έμενε ποτέ ικανοποιημένος από τα χρήματα που του έδινα στο τέλος κάθε δουλειάς, μετά την πώληση του εμπορεύματος.
Αυτή η νύχτα ήταν δύσκολη, κάθε τέτοια νύχτα ήταν δύσκολη. Το ραντεβού μαζί του για τη παράδοση της είσπραξης της εβδομάδας είχε πάντα το άγχος του, μιας και ο Μπούκι (αυτό ήταν το παρατσούκλι του), δεν έμενε ποτέ ικανοποιημένος από τα χρήματα που του έδινα στο τέλος κάθε δουλειάς, μετά την πώληση του εμπορεύματος.
Βγάζω
τον αναπτήρα να ανάψω τσιγάρο (όταν αγχώνομαι ανάβω τσιγάρο, αν και δε
καπνίζω). «Όχι ρε πούστη μου, δεν είναι δυνατόν», σκέφτομαι. Ο αναπτήρας του Μπούκι
που τον πήρα κατά λάθος από το τραπέζι σε εκείνο το κακόφημο στέκι το
προηγούμενο βράδυ. «Είναι δώρο της Ορνέλας, το μόνο που έχω από αυτή» μου είχε
πει. Αν τον βρει πάνω μου χάθηκα! Τρέχω στο πιο κοντινό κάδο και τον πετάω με
μανία.
Η
ώρα περνάει και όλη η κούραση της ημέρας, για να ολοκληρώσω τη μεγαλύτερη
δουλειά που μου ανέθεσε ποτέ ο Μπούκι, μου ανοίγει την όρεξη. Παίρνω ένα κρύο
σάντουιτς και αρχίζω να το καταβροχθίζω με μεγάλες μπουκιές, την ώρα που τα
φώτα της ασημί BMW του αφεντικού, με τυφλώνουν. Η στιγμή είναι επίσημη, δε κάνει να με δει
να τρώω. Πετάω το μισοφαγωμένο σάντουιτς στο νέο σπίτι της τελευταίας ανάμνησης
της Ορνέλας.
«Έχεις
το χρήμα;», ρωτά ο γορίλας του Μπούκι, ο Αλφόνσο. «Ναι», απαντώ με κρύο ιδρώτα
να περιλούζει το σβέρκο μου. Βγάζω από το σακίδιο τη δερμάτινη κασετίνα της
είσπραξης. Το βλέμμα του Αλφόνσο όταν βλέπει τα χρήματα, μου ανεβάζει τους
σφυγμούς και την ανατριχίλα που νιώθω. «Τι είναι αυτά;», με ρωτάει. «Ξέρεις
ήταν δύσκολο μέσα σε μια βδομάδα μόνο, να εξασφαλίσω τα λεφτά που έπρεπε».
«Αυτό δε θα αρέσει στο Μπούκι». Η μαγική φράση του τέλους! Αυτά ήταν τα
τελευταία λόγια που άκουσε από το στόμα του Αλφόνσο και ο Αλεσάντρο προτού το
μαντρόσκυλο του Μπούκι, του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι.
Πλάι
μου ένα μπουκάλι ουίσκι μισοάδειο. Ο Αλφόνσο ψάχνει στη πίσω τσέπη του
παντελονιού του, το περίστροφο του. Δεν το έχει πάνω του. Γυρίζει προς τη
παρκαρισμένη BMW δίνοντας μου τη τελευταία ελπίδα για να τη βγάλω καθαρή. Με μια
αστραπιαία κίνηση, χτυπώ με το μπουκάλι το πίσω μέρος του χοντρού σβέρκου του
Αλφόνσο, σωριάζοντας τον κάτω. Ξαφνικά σειρήνα, σειρήνα περιπολικού! «Δεν είναι
δυνατόν» σκέφτομαι και τρέχω.
Το
πρώτο πράγμα που θυμάμαι, είναι ότι πέταξα το όργανο του εγκλήματος μου στο
κάδο που μου κράτησε συντροφιά αυτό το δύσκολο βράδυ. Το άλλο πρωί, τα φιλιά
της Ορνέλας και τα γλυκά της χάδια, έδιωξαν κάθε μου άγχος για το τι θα
ακολουθούσε.
«Θου Βου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου